που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Άγρα. όπως δημοσιευθηκε στο διαδικτυακο λογοτεχνικό περιοδικό του Στράτου Φουντούλη
…The best of men, he who has eyes to see…Dhamapada, The way
Με μάτια ορθάνοιχτα και καρδιά πρόθυμη ν’ ανακαλύψει μια χώρα κι όσες εμπειρίες, ο αφηγητής Αλέξανδρος φορτώνεται επιστολές και δώρα και ξεκινά για ένα ταξίδι στην Ινδία· απ’ αυτά που δε μας συμβαίνουν συχνά. Ως αναγνώστης βρίσκεσαι απ’ την πρώτη στιγμή δίπλα του, μέσα στην ανάσα του και μοιράζεσαι τις σκέψεις του, που κλέβουν εκδοχές της πραγματικότητας και της αλλάζουν ρότα.
Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος έχει τα δικά του εφόδια· τόλμη, γνώση, διεισδυτική ματιά –καμιά φορά με ακρίβεια ακτινογραφίας- και χιούμορ που διασκεδάζει τις αγωνίες και τις ονοματίζει παιχνιδιάρικα περιπέτειες, φτιάχνοντας έτσι ένα ηθιστόρημα· κάτι πρωτόγνωρο στη λογοτεχνία μας, έναν νεολογισμό κι ένα νέο είδος, που κι αυτά ακόμα μοιάζουν οικεία.
Τα παιχνίδια που προτείνει θέλουν μάτια ορθάνοιχτα, ψυχή έτοιμη να ανακαλύψει αλλά και να αποκαλυφθεί. Μοιράζεται γενναιόδωρα την περιέργεια του και την ανήσυχη ματιά του. Κι εσύ ακολουθείς τα ίχνη του, που σου φαίνονται γνώριμα στην αρχή, αλλά ξάφνου την περιγραφή διαδέχεται μια σκέψη που περπατάει μόνη της σε άλλο μονοπάτι. Αν την αρπάξεις πριν στρίψει στη γωνιά, βλέπεις κι εσύ μιαν άλλη θέα και πριν προλάβεις να μείνεις εκεί, σε τραβάει πάλι πίσω στο ταξίδι, στο πέρασμα της κάθε μέρας. Ξυπνάς και κοιμάσαι μαζί του, θαρρείς πως είσαι εκεί· δίπλα στα βήματά του. Κι αυτό συμβαίνει γιατί μοιράζεται μαζί μας απλόχερα τον δικό του, κατάδικό του κόσμο, συγκινητικά, με λόγια σαν εικόνες που σε ταξιδεύουν μέσα σε ένα νοτισμένο μαξιλάρι με ίχνη απ’ τον ύπνο του, που γίνεται και δικός μας.
‘Δεν ωφελεί που το λέω, μα ξύπνησα και λιγάκι κλαμένος’, λέει αίφνης. Δεν ξέρω με σιγουριά τι ωφελεί και τι όχι. Καμιά φορά όμως, μέσα σε λόγια που μοιάζουν κοινότυπα, και φαίνονται ανώφελα, ξαφνικά βρίσκεις μέσα τους μιαν ολόκληρη περιουσία σκέψης και τα λόγια αποκτούν φτερά. Το έχει αυτό το χάρισμα ο συγγραφέας· δίνει φτερά στα λόγια και τ’ αφήνει να πετάξουν, κι αν ακολουθήσεις πιστά το πέταγμά τους· τότε καλό σου ταξίδι κι ας σε πληγώνει η Ελλάδα –απούσα πάντα- που άφησες πίσω σου.
…Long is the night to him who is awake; long is a mile to him who is tired…Dhamapada, The fool
Μου αρέσουν οι περιγραφές των τοπίων· συχνά με τρυφερά υποκοριστικά, που φωτίζουν αλλιώς τη γεωγραφία τους, πολύ πέρα από την επιφανειακή, τουριστική ματιά. Μου αρέσει η διεισδυτική ματιά πάνω στο βλέμμα και το σώμα των ανθρώπων· πώς τα ρούχα περιγράφουν τον χαρακτήρα τους.
Ένα συνέδριο για τη Μάσκα στο Αρχαίο Θέατρο είναι η αφορμή του ταξιδιού.
Στα μάτια του συγγραφέα οι μάσκες που φορούν οι άνθρωποι στο δρόμο είναι η αφορμή για να κοιτάξει πιο βαθιά, μέσα στην ψυχή. Απαιτεί να ανακαλύψει τους άλλους όπως απαιτεί απ’ τον εαυτό του να είναι το ίδιο αποκαλυπτικός. Μες στη βουή του συνεδρίου ξεχωρίζει εκείνους που το βλέμμα τους έχει να πει ιστορίες, κι εκείνους αφηγείται· μες απ’ αυτούς διαβάζει τη χώρα. Κι άλλες στιγμές διαβάζει το μέσα του· ψηλαφεί μια-μια τις ρωγμές του, ενώ εξακολουθεί να ψιθυρίζει στον αναγνώστη κρυφές πτυχές του χάρτη με αυτή τη δικής του εφεύρεσης ‘σπειροειδή’ κατάδυση. ‘Να μην είμαστε θυμωμένοι· δεν κάνει, δεν ωφελεί.’ Διαπιστώνει μετά από έναν διάλογο. Πάλι η αναμέτρηση με την ωφέλεια… Η πιο σημαντική ωφέλεια εδώ, είναι η ίδια η κοινή κατάδυση –η ίδια η ‘σπειροειδής’ της φύση- από την οποία δεν ξεφεύγουν και τα πιο κρυφά ακόμη σημεία του χάρτη. Κι όταν τον δεις μια φορά τον χάρτη αυτόν, δεν μπορείς πια να ταξιδέψεις με άλλον. ‘Στο μούγκρισμα βρίσκεται μεγάλο μέρος της γαλήνης μου’ λέει ο Αλέξανδρος· ‘ένα βαθύ μμμμ συντονισμένο από τις πατούσες ως την κορυφή του κρανίου’. Εκεί, στο μούγκρισμα, δεν κατοικούν τα μυστικά του ξύπνου μόνο μα και του ύπνου ακόμα.
Έχει όμως και κάτι άλλο μαζί του ο Αδαμόπουλος· κάτι που θ’ ανοίξει κι άλλες πόρτες, άλλες ψυχές που θέλουν να μιλήσουν και ν’ αρθρώσουν αλήθειες. Έχει το βιβλίο του, τα ‘Δώδεκα και ένα ψέματα’, που μπορεί να λένε και αλήθειες και που σίγουρα μιλάνε. Μιλάνε, σ’ εκείνη τη μακρινή χώρα, σε αναγνώστες που ανακαλύπτουν πολύτιμα πράγματα και μαζί και τον ίδιο τον συγγραφέα. Κι εκείνος, μόνος ανάμεσα σε σοφούς γέροντες, στη National Academy of Letters στο Ν. Δελχί, διαβάζει ένα-ένα τα ‘ψέματά’ του, στήνοντας έτσι ένα γόνιμο διάλογο μεταξύ Ελλάδας και Ινδίας. ‘Με χάιδευαν πράματα καλά, όσο διάβαζα και συναντούσα μάτια που άκουγαν. Όταν τέλειωσα, την ανάσα μου την πήραν οι ανάσες τους’. Τι ομορφιά! Οι λέξεις που γέννησες στη γλώσσα σου να ξυπνάνε μάτια και ανάσες αλλονών που μιλούν άλλη γλώσσα.
Και οι μέρες κυλούν… Και η μνήμη έχει τη δικιά της ζωή και βουτάει στα νερά της νοσταλγίας και φέρνει στο μυαλό εκείνους που έμειναν πίσω και ποτέ δεν ξέρεις αν περιμένουν και τι σκέφτονται· γιατί εσύ με το σώμα σου είσαι αλλού…
Η σκέψη και η ενέργεια όμως δεν χρειάζονται σύγχρονα μεταφορικά μέσα· ταξιδεύουν άυλα με τους δικούς τους νόμους και σ’ αγγίζουν αναπάντεχα κι εκεί καμιά φορά σε πιάνει οίστρος για άλλα παιχνίδια. Είναι παιχνιδιάρα η μνήμη άμα θέλει και δεν τη φοβάσαι. Στα χέρια του Αδαμόπουλου σκαρώνει περιπέτειες και απολαύσεις. Χλευάζει την απόσταση και το χρόνο, κλείνει το μάτι στους ενδοιασμούς και τότε όλα γίνονται μεμιάς ελεύθερες ασκήσεις του μυαλού. Κι ο συγγραφέας μας καλεί, με το γνωστό παιχνιδιάρικο clein d’oeil, να χαζέψουμε μες απ’ τη δική του χαραμάδα κάποιες πτυχές της φαντασίας, που μπορεί να ’ναι και δικιά μας φαντασία.
…If a traveller does not meet with one who is his better, or his equal, let him firmly keep to his solitary journey… Dhamapada, The fool
Ο Αδαμόπουλος ήταν τυχερός, η μάλλον τύχη αγαθή ήρθε με το μέρος του εκεί, σ’ εκείνο το μακρινό τόπο. Συνάντησε ανθρώπους συγγενείς, σοβαρούς, αξιόλογους και μίλησε με τα μάτια, με τις ανάσες, με τις ψυχές τους. Κι όταν το ταξίδι τελειώνει -γιατί όλα τα ταξίδια τελειώνουν- απλώνει τα χέρια ορθάνοιχτα, βουτά στο κενό και πετάει!
Πετάει μόνος μέσα στη νύχτα, παραβγαίνοντας με τον Ήλιο που τον κυνηγάει ξοπίσω του.
Θέλω να θυμάμαι τι έλεγε ο Αλέξανδρος· για να θυμόμαστε να ‘μαστε κι εμείς καλά:
‘Όμορφα που μυρίζει το χορτάρι, αλλά άμα καρφώσεις ένα μάτι εκεί πάνω, αν τα καταφέρεις καμιά φορά, η ζωή μοιάζει τόσο μικρή κι όλα της τόσο ζεστά κι η μυρωδιά μόνο του κομμένου χορταριού σου φτάνει… Και τα τρεμάμενα χέρια του γερο Ινδού, είναι ίδια με τα χέρια της κυρα Φλώρας που ερχόταν στο σπίτι και έπλενε, γιατί δεν είχε πώς να ζήσει κι έπλενε ακόμα κι όλο γελούσε κι έλεγε δόξα τω Θεώ. Είναι τόσο δροσερά όλα αυτά καμιά φορά, τόσο λυτρωτικά, αν τα δεις αλλιώς. Ακριβώς γιατί δεν έχουν σημασία για κανέναν. Άργησα να το καταλάβω. Είμαι καλά.’
Επίλογος...farewell Μια έκφραση ευγνωμοσύνης για τη χαρά της ζωής, μια γλυκεία παρότρυνση του αφηγητή να δοξάζουμε την κάθε μέρα ,να μακαρίζουμε την ανατολή που βρίσκεται εκεί αδιαπραγμάτευτα κάθε πρωί για να βοηθήσει στο ξεκίνημα. Κι αν μας παίρνει ο ήλιος στο κατόπι, ευεργεσία είναι, γιατί αυτό το γλυκό κυνηγητό που καίει τις πατούσες μας δίνει φτερά. Ευγνωμοσύνη λοιπόν για αυτό το κοινό ταξίδι μέσα από το βιβλίο, με δώρο τη θαλπωρή από το σφιχταγκάλιασμα του ήλιου. Ευγνωμοσύνη γιά τη συγκίνηση , λυτρωτική μέχρι δακρύων. Τα δάκρυα κάνουν την εμφάνιση τους όταν οι λέξεις δεν φθάνουν. Στον Αλέξανδρο όμως, είναι μετρημένα τα δάκρυα, πρυτανεύουν οι λέξεις. Το ταξίδι του Αλέξανδρου, μιά άλλη έρημος, προσφέρει άλλες διαστάσεις. Η ένταση της αναχώρησης και η σιωπή που ακολουθεί, η συνομιλία με τον άλλο εαυτό, αποτελούν ένα άνοιγμα στην ακεραιότητα της ζωής. Ο Αλέξανδρος μέσα από την παρατήρηση των άλλων μας συστήνει τον εαυτό του. . Το να ξυπνάς λίγο κλαμμένος είναι ταξίδι. Farewell…