Πώς συνεχίζεις την κουβέντα από εκεί που την άφησε τελευταία η Μπέλλα; Τι να προσθέσω στις ιστορίες αυτών των ανθρώπων που μόλις τώρα είδαμε και προσωπικά με αφήνουν άφωνο και άβολο; Άφωνο γιατί τους θαυμάζω σαν παιδί καθώς πραγματικά ξέρουν περισσότερα από μένα και έχουν πολλά να με διδάξουν. Ποτέ στη ζωή μου δεν ένιωσα αυτό που τόσο χαρακτηριστικά είπε ο Βλαδίμηρος να ξεκινάς από το zero.
Νομίζω ότι η γνώση αυτή σε κάνει να βλέπεις τη ζωή εντελώς διαφορετικά. Δε λέω ότι θέλω να το ζήσω ή να το είχα ζήσει όπως και σίγουρα δε θα το ήθελαν και οι άνθρωποι της ταινίας και οι τόσοι άλλοι που το βιώνουν καθημερινά. Λέω μόνο ότι πρέπει να προσπαθήσουμε να φανταστούμε αυτή την κατάσταση. Έτσι ίσως να δούμε τους ανθρώπους που είναι σαν εμάς και να αντικρούσουμε τον ξενοφοβικό λόγο, την ξενοφοβική ματιά που αναφέρεται σε αριθμούς και πλήθη.
Προς αυτή την κατεύθυνση η ταινία της Λουκίας Ρικάκη μας προσφέρει την δυνατότητα του άλλου βλέμματος και με αυτή την έννοια είναι πολιτική και επιτελεί όσο κι αν ακούγεται κάπως σαν έκφραση «κοινωνικό έργο». Νιώθω άβολα πρώτα γιατί όσο κι αν ήρωες της ταινίας αμβλύνουν τα λόγια τους κάποιες φορές όταν αναφέρονται στις αρνητικές πλευρές της αντιμετώπισής τους από το ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία γενικότερα (χαρακτηριστικό παράδειγμα η Γκρέης που λέει ότι δεν ένιωσε ποτέ ξένη και δεν είχε κανένα πρόβλημα αλλά τα παιδιά της έχασαν το δικαίωμα να μιλούν αραβικά ακόμη και μεταξύ τους) μεγάλωσα κι εγώ στη χώρα που εδώ και χρόνια εξευτελίζει όλους τους μετανάστες με την μεταχείριση τους σε σχέση με τις άδειες παραμονής και εργασίας και την αναγνώριση των σπουδών τους – ένας εφιάλτης γραφειοκρατίας και αυταρχικών συμπεριφορών που δειλά φαίνεται στα λόγια των προσώπων της ταινίας- αλλά και πολλούς από αυτούς (ιδίως τους πιο πρόσφατους από χώρες της Αφρικής και της Ασίας σε απάνθρωπες και παράνομες συνθήκες κράτησης.
Όμως εκεί που κύρια νιώθω την ταινία να με βγάζει από τα νερά μου είναι σε σχέση με το δικό μου ρόλο στην ιστορία αυτή. Και δεν μπορώ να πω εύκολα ότι είμαι ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Η ταινία με το να πλησιάζει τους ανθρώπους από τόσο κοντά, με το να αφήνει τις μεγάλες κλίμακες και τα μακροεπίπεδα μας προσγειώνει στο εδώ και τώρα, στον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, στην ιδιαίτερη ιστορία του κάθε προσώπου. Ο ρόλος μου ως εκπαιδευτικού με κάνει να αναρωτηθώ για το τι κάνουμε γενικώς στο σχολείο για τα παιδιά ανθρώπων σαν αυτούς που είδαμε, σαν τους γονείς των παιδιών που φοιτούν κατά πλειοψηφία στο σχολείο που διδάσκω αλλά και ειδικότερα τι κάνω εγώ. Το αμέσως επόμενο ερώτημα είναι αν κάτι είναι λάθος ή αν είναι όλα λάθος. Αν οι προϋποθέσεις και οι παραδοχές πάνω στις οποίες βασίζονται οι σκοποί μας είναι εσφαλμένες. Τα παρακάτω είναι μια σειρά από σκέψεις εν εξελίξει και απορίες, καθώς η καθημερινή πρακτική τις τροποποιεί. Τις μοιράζομαι μαζί σας όπως μου ήρθαν βλέποντας την ταινία σαν έναυσμα για συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων.
Σε μια φοβερή αποστροφή του λόγου της λέει η Άιφα: Δε μου αρέσει να με ρωτάνε από πού είσαι. Ρώτα με τι κάνω, τι ταινίες βλέπω, που μου αρέσει να πηγαίνω. Και αλλού στη σκηνή στο ΙΚΑ ένα χαρτί – το διαβατήριο με την ελληνική υπηκοότητα της αλλάζει ταυτότητα και ακολουθεί η μεταστροφή της συμπεριφοράς της κρατικής υπαλλήλου. Νομίζω ότι σε μεγάλο βαθμό αντιμετωπίζουμε τους μαθητές μας που βγαίνουν έξω από το σχήμα δυο γονείς ελληνοκύπριοι- χριστιανός ορθόδοξος- κοινή ελληνική στις επίσημες δραστηριότητες του σχολείου, κυπριακή διάλεκτος στο σπίτι και στο περιβάλλον των συνομηλίκων με τον ίδιο μονολιθικό και απόλυτο τρόπο. Το από που είσαι είναι πρώτα από όλα αμυντικό: (εσύ που δεν είσαι σαν κι εμάς). Έτσι νιώθω και αυτό που λέει η Μπέλλα: «Στους Έλληνες δεν αρέσει να ανακατεύονται» και έτσι καταλαβαίνω το εύρημα της Ρικάκη με τα κάγκελα. Σαν σύνορα που χωρίζουν τους ανθρώπους. Αυτό όμως που μας λέει η Άιφα είναι ότι και το εμείς δεν είναι – ποτέ δεν ήταν- τόσο συμπαγές όσο φαίνεται να κάνουμε ότι πιστεύουμε. Υπάρχουν και μαύροι Έλληνες. Στο δικό μας εμείς υπάρχουν μικτοί γάμοι, υπάρχουν κοινωνικές τάξεις, διάφοροι τύποι οικογενειών, πολιτικές διαιρέσεις, θρησκευτικά δόγματα, τοπικές διάλεκτοι και συνήθειες. Τίποτα από όλες αυτές τις διαφοροποιήσεις δεν φαίνεται να περνά από το φίλτρο του επίσημου προγράμματος. Μέσα στην εθνική του αποστολή αντιμετωπίζει τους μαθητές σαν ένα ομοιογενές σύνολο που διαφοροποιείται μόνο ως προς τις μαθησιακές του επιδόσεις.
Όπως αντιλαμβανόμαστε τη δική μας ταυτότητα ως παγιωμένη το ίδιο και κάνουμε για την ταυτότητα των παιδιών που έρχονται ως «ξένοι» στην εκπαίδευση. Και φυσικά τότε η ταυτότητά τους γλωσσική, θρησκευτική, πολιτισμική αποτελεί το πρόβλημα, το εμπόδιο για την ομαλή προσαρμογή τους και στη συνέχεια την ενσωμάτωση και την αφομοίωση. Με την τελευταία χρόνια πανηγυρική είσοδο της διαπολιτισμικότητας στην κυπριακή εκπαίδευση όπου αυτή αγκαλιάζεται από τους πάντες (συντηρητικούς και προοδευτικούς, θρησκευτικές, εκπαιδευτικές αρχές, απλούς δασκάλους) καθιερώνεται σε πολλά σχολεία η μέρα των τρελών: Είχα διαβάσει κάπου ότι είναι μεσαιωνική παράδοση αλλά εγώ τη γνώρισα μέσα από τον Ιζνογκούντ όπου ήταν η μια μέρα τον χρόνο όπου ο χαλίφης παρέδιδε εθελοντικά την εξουσία στον βεζίρη και όπου όλα ήταν ανάποδα. Έτσι και εμείς στα σχολεία εν μέσω μιας χρονιάς πλήρους εθνικής εκπαίδευσης δίνουμε στους «ξένους» μια μέρα να μας παρουσιάσουν τα φαγητά τους, να φορέσουν τις στολές τους, να τραγουδήσουν και να χορέψουν τις μουσικές τους, πάντα μέσα στη λογική του αγκαλιάσματος με την λεγόμενη ετερότητα (άλλη μια έκφραση που έγινε της μόδας παρμένη από το νεορθόδοξο λεξιλόγιο). Πάλι όμως αυτό που κάνουμε τότε σύμφωνα με τη δομή τις προσδοκίες και τα τελετουργικά τέτοιων εκδηλώσεων είναι να επιβάλλουμε και να αναγνωρίζουμε μια παγιωμένη ταυτότητα όπου σε αυτή δε χωρούν αντιφάσεις, πισωγυρίσματα, ατομικές συνθέσεις και ιστορίες όπως αυτές που είδαμε στην ταινία. Αυτό δηλαδή που ονομάζεται υβριδικές ταυτότητες και αποτελεί εργαλείο μιας πολύ καλύτερης περιγραφής και κατανόησης των καταστάσεων που ζούμε. Όχι μόνο λοιπόν υπάρχουν Έλληνες μαύροι, αλά και χριστιανοί που μιλούν σπίτι τους Τούρκικα, μουσουλμάνοι που μιλούν ελληνικά, άνθρωποι που νιώθουν πατρίδα τους τη Γεωργία αλλά πολιτιστικά αναφέρονται στον Πόντο. Συγχρόνως ακούνε μουσική σύμφωνα με τα γούστα ενός δωδεκάχρονου της Μόσχας ενώ βλέπουν σινεμά όπως τα περισσότερα παιδιά μιας δυτικής πρωτεύουσας. Κι αν βάλουμε κι άλλες ταυτότητες με πρώτη αυτή του φύλου καθώς ακόμη κι αν τα υπόλοιπα στοιχεία του περιβάλλοντος είναι παρόμοια, το φύλο διαφοροποιεί δραματικά την εμπειρία και την οπτική, τότε καταλαβαίνουμε ότι η εικόνα ανοίγει πολύ και μπορεί να ξανακλείσει μόνο όταν συγκεντρωθεί στο συγκεκριμένο πρόσωπο, στην ζώσα ιστορία ενός ανθρώπου όπως κάνει η κάμερα της Λουκίας Ρικάκη. Για να συμβεί όμως αυτό θα πρέπει να ανατρέψουμε το λειτουργικό λόγω συνήθειας διπολικό σχήμα του εμείς και οι άλλοι. Μόνο αν δούμε τους εαυτούς μας ως ξένους τότε θα μπορέσουμε να επικοινωνήσουμε, να γνωρίσουμε και τους εαυτούς μας και την ιστορία μας.
Για πολλούς μια τέτοια λογική όπου στον καθένα από εμάς βλέπει έναν ξένο, είναι μεταμοντέρνα, σχετικιστική, σύμπτωμα και όχι περιγραφή μιας κατάστασης παρακμής μέσα σε συνθήκες προχωρημένης παγκοσμιοποίησης.
Δεν έχω το χρόνο να απαντήσω εδώ σε κάτι τέτοιο αλλά απλά σημειώνω ότι πρόκειται περί μιας ριζικής διαφωνίας. Το εγχείρημα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης θα συναντήσει πολλά προβλήματα αν συνεχίσει να μετεωρίζεται ανάμεσα στις πιθανές απαντήσεις σε μια προσπάθεια να τους ικανοποιήσει όλους.
Το ερώτημα που με ενδιαφέρει είναι περισσότερο αυτό του αν μια τέτοια λογική σαν αυτή που υποστηρίζω κάνει την ίδια την εκπαίδευση να κινείται στο χώρο του ανέφικτου. Έχουμε τόσο συνδέσει την εκπαίδευση από την εποχή της δημιουργίας των εθνικών κρατών με τον εθνικό φρονηματισμό και σε πολλές χώρες όπου η θρησκεία έπαιζε κυρίαρχο ρόλο στην κατασκευή της εθνικής ταυτότητας και με τον θρησκευτικό φρονηματισμό που δεν μπορούμε να τη φανταστούμε έξω από τα πλαίσια αυτά. Είναι μια μεγάλη συζήτηση. Ως εκπαιδευτικός στην καθημερινότητα για το μόνο που είμαι σίγουρος είναι η ανάγκη εκμάθησης της γλώσσας ως το πρώτιστο εργαλείο όπως το αναφέρουν και οι άνθρωποι της ταινίας για την επιβίωση και τη ζωή στη νέα χώρα. Μπορεί όμως η γλώσσα να διδαχτεί χωρίς να κουβαλά μαζί της το ιδεολογικό φορτίο; Πώς θα ήταν ένα κοσμικό σχολείο; Πώς μπορούμε να κάνουμε ένα σχολείο όπου όλα τα παιδιά να μπορούν να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους;
Γιώργος Στόγιας
4/4/2009
Όμως εκεί που κύρια νιώθω την ταινία να με βγάζει από τα νερά μου είναι σε σχέση με το δικό μου ρόλο στην ιστορία αυτή. Και δεν μπορώ να πω εύκολα ότι είμαι ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Η ταινία με το να πλησιάζει τους ανθρώπους από τόσο κοντά, με το να αφήνει τις μεγάλες κλίμακες και τα μακροεπίπεδα μας προσγειώνει στο εδώ και τώρα, στον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, στην ιδιαίτερη ιστορία του κάθε προσώπου. Ο ρόλος μου ως εκπαιδευτικού με κάνει να αναρωτηθώ για το τι κάνουμε γενικώς στο σχολείο για τα παιδιά ανθρώπων σαν αυτούς που είδαμε, σαν τους γονείς των παιδιών που φοιτούν κατά πλειοψηφία στο σχολείο που διδάσκω αλλά και ειδικότερα τι κάνω εγώ. Το αμέσως επόμενο ερώτημα είναι αν κάτι είναι λάθος ή αν είναι όλα λάθος. Αν οι προϋποθέσεις και οι παραδοχές πάνω στις οποίες βασίζονται οι σκοποί μας είναι εσφαλμένες. Τα παρακάτω είναι μια σειρά από σκέψεις εν εξελίξει και απορίες, καθώς η καθημερινή πρακτική τις τροποποιεί. Τις μοιράζομαι μαζί σας όπως μου ήρθαν βλέποντας την ταινία σαν έναυσμα για συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων.
Σε μια φοβερή αποστροφή του λόγου της λέει η Άιφα: Δε μου αρέσει να με ρωτάνε από πού είσαι. Ρώτα με τι κάνω, τι ταινίες βλέπω, που μου αρέσει να πηγαίνω. Και αλλού στη σκηνή στο ΙΚΑ ένα χαρτί – το διαβατήριο με την ελληνική υπηκοότητα της αλλάζει ταυτότητα και ακολουθεί η μεταστροφή της συμπεριφοράς της κρατικής υπαλλήλου. Νομίζω ότι σε μεγάλο βαθμό αντιμετωπίζουμε τους μαθητές μας που βγαίνουν έξω από το σχήμα δυο γονείς ελληνοκύπριοι- χριστιανός ορθόδοξος- κοινή ελληνική στις επίσημες δραστηριότητες του σχολείου, κυπριακή διάλεκτος στο σπίτι και στο περιβάλλον των συνομηλίκων με τον ίδιο μονολιθικό και απόλυτο τρόπο. Το από που είσαι είναι πρώτα από όλα αμυντικό: (εσύ που δεν είσαι σαν κι εμάς). Έτσι νιώθω και αυτό που λέει η Μπέλλα: «Στους Έλληνες δεν αρέσει να ανακατεύονται» και έτσι καταλαβαίνω το εύρημα της Ρικάκη με τα κάγκελα. Σαν σύνορα που χωρίζουν τους ανθρώπους. Αυτό όμως που μας λέει η Άιφα είναι ότι και το εμείς δεν είναι – ποτέ δεν ήταν- τόσο συμπαγές όσο φαίνεται να κάνουμε ότι πιστεύουμε. Υπάρχουν και μαύροι Έλληνες. Στο δικό μας εμείς υπάρχουν μικτοί γάμοι, υπάρχουν κοινωνικές τάξεις, διάφοροι τύποι οικογενειών, πολιτικές διαιρέσεις, θρησκευτικά δόγματα, τοπικές διάλεκτοι και συνήθειες. Τίποτα από όλες αυτές τις διαφοροποιήσεις δεν φαίνεται να περνά από το φίλτρο του επίσημου προγράμματος. Μέσα στην εθνική του αποστολή αντιμετωπίζει τους μαθητές σαν ένα ομοιογενές σύνολο που διαφοροποιείται μόνο ως προς τις μαθησιακές του επιδόσεις.
Όπως αντιλαμβανόμαστε τη δική μας ταυτότητα ως παγιωμένη το ίδιο και κάνουμε για την ταυτότητα των παιδιών που έρχονται ως «ξένοι» στην εκπαίδευση. Και φυσικά τότε η ταυτότητά τους γλωσσική, θρησκευτική, πολιτισμική αποτελεί το πρόβλημα, το εμπόδιο για την ομαλή προσαρμογή τους και στη συνέχεια την ενσωμάτωση και την αφομοίωση. Με την τελευταία χρόνια πανηγυρική είσοδο της διαπολιτισμικότητας στην κυπριακή εκπαίδευση όπου αυτή αγκαλιάζεται από τους πάντες (συντηρητικούς και προοδευτικούς, θρησκευτικές, εκπαιδευτικές αρχές, απλούς δασκάλους) καθιερώνεται σε πολλά σχολεία η μέρα των τρελών: Είχα διαβάσει κάπου ότι είναι μεσαιωνική παράδοση αλλά εγώ τη γνώρισα μέσα από τον Ιζνογκούντ όπου ήταν η μια μέρα τον χρόνο όπου ο χαλίφης παρέδιδε εθελοντικά την εξουσία στον βεζίρη και όπου όλα ήταν ανάποδα. Έτσι και εμείς στα σχολεία εν μέσω μιας χρονιάς πλήρους εθνικής εκπαίδευσης δίνουμε στους «ξένους» μια μέρα να μας παρουσιάσουν τα φαγητά τους, να φορέσουν τις στολές τους, να τραγουδήσουν και να χορέψουν τις μουσικές τους, πάντα μέσα στη λογική του αγκαλιάσματος με την λεγόμενη ετερότητα (άλλη μια έκφραση που έγινε της μόδας παρμένη από το νεορθόδοξο λεξιλόγιο). Πάλι όμως αυτό που κάνουμε τότε σύμφωνα με τη δομή τις προσδοκίες και τα τελετουργικά τέτοιων εκδηλώσεων είναι να επιβάλλουμε και να αναγνωρίζουμε μια παγιωμένη ταυτότητα όπου σε αυτή δε χωρούν αντιφάσεις, πισωγυρίσματα, ατομικές συνθέσεις και ιστορίες όπως αυτές που είδαμε στην ταινία. Αυτό δηλαδή που ονομάζεται υβριδικές ταυτότητες και αποτελεί εργαλείο μιας πολύ καλύτερης περιγραφής και κατανόησης των καταστάσεων που ζούμε. Όχι μόνο λοιπόν υπάρχουν Έλληνες μαύροι, αλά και χριστιανοί που μιλούν σπίτι τους Τούρκικα, μουσουλμάνοι που μιλούν ελληνικά, άνθρωποι που νιώθουν πατρίδα τους τη Γεωργία αλλά πολιτιστικά αναφέρονται στον Πόντο. Συγχρόνως ακούνε μουσική σύμφωνα με τα γούστα ενός δωδεκάχρονου της Μόσχας ενώ βλέπουν σινεμά όπως τα περισσότερα παιδιά μιας δυτικής πρωτεύουσας. Κι αν βάλουμε κι άλλες ταυτότητες με πρώτη αυτή του φύλου καθώς ακόμη κι αν τα υπόλοιπα στοιχεία του περιβάλλοντος είναι παρόμοια, το φύλο διαφοροποιεί δραματικά την εμπειρία και την οπτική, τότε καταλαβαίνουμε ότι η εικόνα ανοίγει πολύ και μπορεί να ξανακλείσει μόνο όταν συγκεντρωθεί στο συγκεκριμένο πρόσωπο, στην ζώσα ιστορία ενός ανθρώπου όπως κάνει η κάμερα της Λουκίας Ρικάκη. Για να συμβεί όμως αυτό θα πρέπει να ανατρέψουμε το λειτουργικό λόγω συνήθειας διπολικό σχήμα του εμείς και οι άλλοι. Μόνο αν δούμε τους εαυτούς μας ως ξένους τότε θα μπορέσουμε να επικοινωνήσουμε, να γνωρίσουμε και τους εαυτούς μας και την ιστορία μας.
Για πολλούς μια τέτοια λογική όπου στον καθένα από εμάς βλέπει έναν ξένο, είναι μεταμοντέρνα, σχετικιστική, σύμπτωμα και όχι περιγραφή μιας κατάστασης παρακμής μέσα σε συνθήκες προχωρημένης παγκοσμιοποίησης.
Δεν έχω το χρόνο να απαντήσω εδώ σε κάτι τέτοιο αλλά απλά σημειώνω ότι πρόκειται περί μιας ριζικής διαφωνίας. Το εγχείρημα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης θα συναντήσει πολλά προβλήματα αν συνεχίσει να μετεωρίζεται ανάμεσα στις πιθανές απαντήσεις σε μια προσπάθεια να τους ικανοποιήσει όλους.
Το ερώτημα που με ενδιαφέρει είναι περισσότερο αυτό του αν μια τέτοια λογική σαν αυτή που υποστηρίζω κάνει την ίδια την εκπαίδευση να κινείται στο χώρο του ανέφικτου. Έχουμε τόσο συνδέσει την εκπαίδευση από την εποχή της δημιουργίας των εθνικών κρατών με τον εθνικό φρονηματισμό και σε πολλές χώρες όπου η θρησκεία έπαιζε κυρίαρχο ρόλο στην κατασκευή της εθνικής ταυτότητας και με τον θρησκευτικό φρονηματισμό που δεν μπορούμε να τη φανταστούμε έξω από τα πλαίσια αυτά. Είναι μια μεγάλη συζήτηση. Ως εκπαιδευτικός στην καθημερινότητα για το μόνο που είμαι σίγουρος είναι η ανάγκη εκμάθησης της γλώσσας ως το πρώτιστο εργαλείο όπως το αναφέρουν και οι άνθρωποι της ταινίας για την επιβίωση και τη ζωή στη νέα χώρα. Μπορεί όμως η γλώσσα να διδαχτεί χωρίς να κουβαλά μαζί της το ιδεολογικό φορτίο; Πώς θα ήταν ένα κοσμικό σχολείο; Πώς μπορούμε να κάνουμε ένα σχολείο όπου όλα τα παιδιά να μπορούν να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους;
Γιώργος Στόγιας
4/4/2009
4 σχόλια:
Κυριε Στογια, Με ολη την εκτιμηση που εχω προς το επαγγελμα που ασκειτε και με τον τροπο που εσεις προσωπικα μεταβιβαζετε τις γνωσεις σας στους μαθητες σας, και ως αλλοδαπη-αλλογενης που περασα απ' ολες τις βαθμιδες του Ελληνικου εκπαιδευτικου συστηματος, εχοντας διδαχθει κι αλλες γλωσσες, μπορω να σας πω με βεβαιοτητα οτι η γλωσσα κουβαλα και εμπεριεχει ιδεολογικο φορτιο ειδικα οταν διδασκεται στον τοπο οπου ομιλειται. Ειναι πολυ διαφορετικα να μαθαινεις Ελληνικα απο μια δασκαλα οταν ζεις στην Αλασκα, ή να μαθαινεις Κινεζικα οταν ζεις σε ενα αραβοφωνο χωριο του Ισραηλ. Μαθαινοντας Ελληνικα στο τοπο και στην πατριδα των Ελληνικων, δια της οσμωσεως και μονον, προσλαμβανεις την ιδεολογια και την συγκεκριμενη/βαθυτερη εννοια των λεξεων. Π.χ. η αμεταφραστη(σε αρκετες γλωσσες) λεξη "λεβεντης" δεν ειναι κατανοητη αν δεν ζεις στον τοπο οπου χρησιμοποιειται αυτη η λεξη.
Συμφωνω οτι ειναι μια τεραστια συζητηση και αυτος ο λιγος χωρος που γενναιοδωρα μας δινει η κα Ρικακη, σαφως δεν επαρκει για να επεκταθω. Διαβασα τον προβληματισμο σας. Εχω δει την ταινια "Ηταν Να Φυγω", δεν βλεπω να αλλαζει κατι... στις φυλακες της Θηβας σημερα, βρισκονται σε αθλιες συνθηκες ανηλικοι-ες Αλλοδαποι-ες. Προβληματιζομαστε και για αυτα. Προβληματιζομαι και για τα 15.000 παιδια που σπουδαζουν στην Ιταλια και τα 60.000 Ελληνοπουλα που σπουδαζουν στην Αγγλια. Ποσοι Αγγλοι, ποσοι Ιταλοι, ποσοι Γερμανοι ή Γαλλοι ερχονται να σπουδασουν εδω στα δικα μας Πανεπιστημια? Τι ακριβως διδασκουμε στα παιδια μας? Φροντιστηρια, διαβασμα, δωστε τα πρωτα 18 χρονια σας για να περασετε εξετασεις να μπειτε στο Πανεπιστημιο και αν δεν μπειτε δωστε εξετασεις για SAT,GSCE,IB κλπ,κλπ, να μπορεσετε να σπουδασετε ΕΞΩ. Ουτε γνωριζω τον ακριβη αριθμο των Ελληνων που βρισκονται στη διασπορα για σπουδες. Κριμα. Τοοοσα χρονια δεν ειδα να αλλαζει κατι. Απλα τωρα εχουμε περισσοτερους μεταναστες και προσφυγες στα σχολεια. Τα παιδια των Ελληνων Αθιγγανων,που βρισκονται σημερα; Ειναι στο σχολείο; Αμετρητα τα προβληματα της εκπαιδευσης. Λυσεις... κουραστηκα να περιμενω.
Ευχαριστω για την φιλοξενεια. Καρινα Ρουμπινσταϊν
Μια πολυ παλια δασκαλα καταθετει την απολυτη συμφωνια της με την τελευταια παραγραφο του Γιώργου και την πιστη οτι τετοιοι δασκαλοι μαθαινουν στα παιδια τους τη βαθεια κι ομορφη σημασια της παραδοχης. Α.Ρ
Αγαπητή Καρίνα και Α.Ρ. σας ευχαριστώ για τα σχόλιά σας. Καρίνα, ανοίγεις πολλά θέματα που από ότι φαίνεται σε απασχολούν. Αν μου επιτρέπεις νομίζω ότι σκέφτεσαι πολλά πράγματα μαζί και συνδέεις θέματα που ίσως να μην συνδέονται (π.χ. την επιλογή πολλών να σπουδάσουν στο εξωτερικό με την ύπαρξη πολλών μεταναστών στα σχολεία). Όσον αφορά το ζήτημα γλώσσα/ιδελογία φυσικά είναι ανέφικτο να διδάξεις μια γλώσσα εντελώς τεχνικά. Αυτό όμως απέχει πολύ από αυτό που λες για τη "βαθύτερη έννοια" των λέξεων. Το νόημα των λέξεων είναι ρευστό και διαμορφώνεται από τους ομιλητές της σύμφωνα με τη χρήση της μέσα σε συνθήκες επικοινωνίας. Τέλος, μια οποιαδήποτε ταινία δεν μπορεί να αλλάξει την κατάσταση για τις συνθήκες διαβίωσης ή τον τρόπο που αντιμετωπίζει το κράτος τους μετανάστες. Αποκτά όμως τη σημασία της σε σχέση με τους τρόπους με τους οποίους προσλαμβάνεται από τους εκάστοτε θεατές της. Η επιρροή ενός έργου είναι σπάνια εμφανής, αυτό όμως δε σημαίνει ότι είναι ανύπαρκτη.
Ναι, ανοιγω πολλα θεματα μαζι που ομως ΔΕΝ τα σκεφτομαι και ΔΕΝ με απασχολουν πλεον οσο παλαιοτερα. Απλα τα αναφερω διοτι βρισκονται κατω απο μια τεραστια ομπρελα που λεγεται Παιδεια, ειτε οι εκπαιδευομενοι ειναι μεταναστες/προσφυγες, ειτε ειναι ημεδαποί. Ειτε μιλαμε για την διδασκαλια μιας γλωσσας ειτε αναφερομαστε στον αριθμο των εισακτεων, ειτε στον αριθμο των αλλοεθνων που ζουνε στις φοιτητικες εστιες. Ειτε μιλαμε για τους καθηγητες που κανουν ιδιαιτερα. Η διδασκαλια μιας γλωσσας δεν ειναι ανεξαρτητη απο τους αλλους παραγοντες. Δεν μπορεις να μαθεις μια γλωσσα οταν το κυρίως μελημα σου ειναι η τροφη και ο υπνος. Σωστα λετε οτι καμμια ταινια δεν μπορει να αλλαξει την κατασταση διαβιωσης η τον τροπο που αντιμετωπιζει το κρατος τους μεταναστες. Ομως οσοι περισσοτεροι δουν την ταινια, και οσο περισσοτερο εκτιθονται οι αρμοδιοι, ισως ο Καποιος να ευασθητοποιηθει και να βαλει ενα μικρο λιθαρακι για την αλλαγη προς το καλυτερο."Η επιρροή ενός έργου είναι σπάνια εμφανής, αυτό όμως δε σημαίνει ότι είναι ανύπαρκτη." Μα σαφεστατα η επιρροη ενος εργου, ειτε αυτο ειναι κινηματογραφικο ,ειτε ειναι μουσικο, ειτε ειναι το εργο ενος δασκαλου,ειτε ειναι το εργο ενος υπουργου παιδειας, ειναι σπανια εμφανης. Ή και εμφανης. Γιατι να μην ειναι περισσοτερο εμφανης? Ποτέ δεν ειναι ανυπαρκτη, οπως σωστα αναφερετε. Πολλες ταινιες θα πρεπει να προβαλλονται στην μαζα των νεων ανθρωπων που καποτε θα διδασκουν εκεινοι με την σειρα τους. Στους σημερινους φοιτητες παιδαγωγικων σχολων. Οι ικανοι, ευασθητοι και ανθρωποκεντρικοι κινηματογραφιστες, δημιουργουν. Ομως δεν βλεπω να στηριζονται απο τα υπουργεια. Εχουν πολλα να δωσουν αλλά για καποιον αγνωστο λογο, δεν υποστηριζονται οι γενναιοδωροι εκεινοι κινηματογραφιστες που βιωνουν στο ακεραιο το αντικειμενο. Που μεσα απο τον φακο τους, μεταδιδουν αληθειες. Ναι, συμφωνω. Ανοιγω πολλα θεματα μαζι. Ναι, κανω πολλα πραγματα ταυτοχρονα. Γυναικα γαρ. Ευχαριστω την Λουκια για την φιλοξενεια στο μπλογκ της ;)
Δημοσίευση σχολίου