Τρίτη 3.Φεβρουαρίου στις 7 το βραδυ στο Διαγωνιστικο Πρόγραμμα του 3rd International Film festival Psarokokalo http://www.psarokokalo.gr/
στο ΝΙΞΟΝ Αγησιλάου 61 Κεραμεικός
Το Φεστιβαλ ξεκινάει τούτη την Κυριακή και τελειώνει την ερχόμενη με πολλες και προβολές ταινιων απο όλο τον κόσμο
Πριν απο ενα χρόνο και όταν αποφάσισα να παρουσιάσω στη Θεσσαλονίκη αυτο το μικρο ταινιάκι που τώρα προβάλλεται στο φεστιβαλ Ψαροκόκαλο, ο Ικαρος Μπαμπασακης http://belleviefacile.blogspot.com/ειχε σκυψει με πολυ γενναιοδωρία πάνω σε αυτα τα 8 λεπτα αυτης της αποπειρας και ειχε γραψει τα εξης υπέροχα λόγια....Τον ευχαριστώ και πάλι γιά όλα...να τι ειχε γραψει
«Κατά μόνας ηδονές» Πολύτιμο Τρίπτυχο για τον Αυτοερωτισμό
Στην καθημερινή ζωή τον αποσιωπούν, όταν δεν τον χλευάζουν. Τον περιβάλλει μία ομίχλη ατιμίας, ύβρεων, χοντρών αστεϊσμών, βάναυσης υποτίμησης. Πρόκειται για τον αυνανισμό, τον αυτοερωτισμό, και όλοι ξέρουμε πώς αντιμετωπίζεται ακόμα και σήμερα. Για μιαν ακόμα φορά, η Τέχνη έρχεται να βάλει, με τον δικό της μοναδικό, ακραίο και ακαριαίο τρόπο, τα πράγματα στη θέση τους. Που σημαίνει να μας κάνει να σκεφτούμε αλλιώς, όχι όπως κάθε μέρα, από αδράνεια και κεκτημένη ταχύτητα, αλλά να επανεξετάσουμε, να αναστοχαστούμε, να αναθεωρήσουμε αφού βαφτιστούμε στα νάματα της ευαισθησίας και της νοημοσύνης, του πάθους και της λογικής, του καλλιτέχνη.
Μια μικρή σε διάρκεια ταινία, μόλις δεκάλεπτη, έρχεται αίφνης να μας εξοικειώσει με το θαύμα του αυτοερωτισμού. Κάθε έργο τέχνης, εξάλλου, που σέβεται τον εαυτό του άλλο σκοπό δεν έχει από το να μας φέρνει διά της τέρψεως σιμά στο θαύμα που είναι ο άνθρωπος στις πιο όμορφες στιγμές του. Και οι όμορφες στιγμές μας συχνά λογοκρίνονται, καταδικάζονται σε ένα περιφρονημένο μισόφωτο, υφίστανται στυγνό ακρωτηριασμό.
«Κατά μόνας ηδονές» είναι ο εύγλωττος τίτλος του δημιουργήματος της Λουκίας Ρικάκη. Γεννημένη το 1961, με σπουδές ιστορίας της τέχνης και κινηματογράφου, με θητεία στη δημοσιογραφία, με την υπογραφή της σε τέσσερις ταινίες μεγάλου μήκους και πέντε ντοκιμαντέρ, και με μία παιγνιώδη γνώση των πρωτοποριών του 20ού αιώνα, και ιδίως του σουρεαλιστικού κινήματος, η Ρικάκη επιχειρεί μία σπουδή στον αυτοερωτισμό μέσα από την κάμερα. Επιλέγει τη χρήση μέσων και τρόπων που θα ακυρώσουν την καταλαλιά που σφυροκοπάει τον αυτοερωτισμό και την ανάδειξη της βαθιά ανθρώπινης σημασίας του.
Στην καθημερινή ζωή τον αποσιωπούν, όταν δεν τον χλευάζουν. Τον περιβάλλει μία ομίχλη ατιμίας, ύβρεων, χοντρών αστεϊσμών, βάναυσης υποτίμησης. Πρόκειται για τον αυνανισμό, τον αυτοερωτισμό, και όλοι ξέρουμε πώς αντιμετωπίζεται ακόμα και σήμερα. Για μιαν ακόμα φορά, η Τέχνη έρχεται να βάλει, με τον δικό της μοναδικό, ακραίο και ακαριαίο τρόπο, τα πράγματα στη θέση τους. Που σημαίνει να μας κάνει να σκεφτούμε αλλιώς, όχι όπως κάθε μέρα, από αδράνεια και κεκτημένη ταχύτητα, αλλά να επανεξετάσουμε, να αναστοχαστούμε, να αναθεωρήσουμε αφού βαφτιστούμε στα νάματα της ευαισθησίας και της νοημοσύνης, του πάθους και της λογικής, του καλλιτέχνη.
Μια μικρή σε διάρκεια ταινία, μόλις δεκάλεπτη, έρχεται αίφνης να μας εξοικειώσει με το θαύμα του αυτοερωτισμού. Κάθε έργο τέχνης, εξάλλου, που σέβεται τον εαυτό του άλλο σκοπό δεν έχει από το να μας φέρνει διά της τέρψεως σιμά στο θαύμα που είναι ο άνθρωπος στις πιο όμορφες στιγμές του. Και οι όμορφες στιγμές μας συχνά λογοκρίνονται, καταδικάζονται σε ένα περιφρονημένο μισόφωτο, υφίστανται στυγνό ακρωτηριασμό.
«Κατά μόνας ηδονές» είναι ο εύγλωττος τίτλος του δημιουργήματος της Λουκίας Ρικάκη. Γεννημένη το 1961, με σπουδές ιστορίας της τέχνης και κινηματογράφου, με θητεία στη δημοσιογραφία, με την υπογραφή της σε τέσσερις ταινίες μεγάλου μήκους και πέντε ντοκιμαντέρ, και με μία παιγνιώδη γνώση των πρωτοποριών του 20ού αιώνα, και ιδίως του σουρεαλιστικού κινήματος, η Ρικάκη επιχειρεί μία σπουδή στον αυτοερωτισμό μέσα από την κάμερα. Επιλέγει τη χρήση μέσων και τρόπων που θα ακυρώσουν την καταλαλιά που σφυροκοπάει τον αυτοερωτισμό και την ανάδειξη της βαθιά ανθρώπινης σημασίας του.
Το φιλμ «Κατά μόνας ηδονές» είναι δομημένο ως τρίπτυχο, πρόκειται για τρεις στιγμές ποιητικής προσέγγισης στο κορμί που παραδίδεται στην ηδονή, στα δάχτυλα που θωπεύουν το στήθος και την κοιλιά και το αιδοίο, και στην ακύρωση της χυδαιότητας μέσα από τον ηδύ θρίαμβο της ποίησης, μιας ποίησης όχι μονάχα των λέξεων αλλά και των μελωδιών και των εικόνων.
Τα χρώματα που επιλέγει η Ρικάκη να δεσπόσουν στις «Κατά μόνας ηδονές» είναι το κόκκινο, το χρυσό, και το γαλάζιο. Το κόκκινο των σεντονιών που φιλοξενούν την ηδονή και του τριαντάφυλλου που ανοίγει ευφρόσυνα, το χρυσό των φύλλων που χορεύουν στον άνεμο της ελευθερίας που χαρίζει η ηδονή, και το γαλάζιο των υδάτων του ερωτικού θάλπους.
Οι λέξεις της είναι αλιευμένες από τον Ευριπίδη, τον Δάντη, τον Χάβελοκ Έλις, τον Νοβάλις, τον Νίτσε, τον Ρουσσώ. Μέσα από τις λέξεις αυτές ο παράφορος διονυσιασμός σμίγει με το φλογερό, μα πάντα έλλογο, λειασμένο, βελούδινο πάθος του ρομαντισμού, πλέκοντας μαζί το εγκώμιο της ευδαιμονικής αυτονομίας, της νοσταλγίας της χαμένης αθωότητας, που καλό είναι να ανακαλυφθεί εκ νέου, και της ενάρετης αυτάρκειας που δωρίζει ο αυτοερωτισμός, που προσφέρουν οι συκοφαντημένες αλλά τόσο πολύτιμες στιγμές που στη διάρκειά τους, την παρατεταμένη νοερά για πάντα, τα δάχτυλα μιας γυναίκας ανακαλύπτουν τις πτυχές του σώματός της, ξετρυπώνουν τις φωλιές που περιθάλπουν τον έρωτα και την αγάπη.
Οι ήχοι είναι θελκτικές μελωδίες από το ούτι του Λιβανέζου Marcel Khalife, ελληνικά λαϊκά φερμένα από ένα ντουμανιασμένο καταγώγιο του Καναδά, και η ονειρική συνομιλία ενός πιάνου με ένα βιολί και ένα τσέλο που συνέθεσε η Μαριέττα Φαφούτη. Ενόσω ακούγεται το ούτι, τα δάχτυλα ψηλαφούν το στήθος και την κοιλιά, που γίνονται γη και βουνό μέσα από τη σκηνοθετική ματιά της Ρικάκη, γίνονται χθόνια επιθυμία και συνάμα όρος που ριγεί, καθώς μία χορογραφία βλεμμάτων έρχεται να μας θυμίσει την τυφλή και απόλυτη φύση των επιθυμιών, αυτή τη φύση που τόσο τείνουμε να λησμονούμε, να απωθούμε, να τσακίζουμε μες στο λαχάνιασμα όχι της ηδονής αλλά της αδυσώπητης εργασιακής καθημερινότητας. Μες στο ελληνικό καταγώγιο του Καναδά, και καθώς μες στους καπνούς οι άντρες μόνοι τους γλεντάνε και θρηνούν, και πάλι η Ρικάκη φροντίζει να άρει την καταφρόνια λέγοντάς μας περήφανα, και βέβαια αντιστικτικά, ότι ο αυτοερωτισμός εκπροσωπεί τον εκπολιτισμό στην υψηλότερη μορφή του, όντας το θεμέλιο των τεχνών και της δημιουργικότητας. «Χαστούκι στο κοινότοπο γούστο», αποκαλούσαν μία τέτοια τεχνική, μία τέτοια καλώς συγκερασμένη αντιπαράθεση, οι πρωτοπόροι φουτουριστές του ποιητή Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι ήδη στην αυγή του 20ού αιώνα.
Και μετά, στο τρίτο μέρος των «Κατά μόνας ηδονών», τα πάντα μοιάζουν να περιβάλλονται από το γαλάζιο της θάλασσας και της αθωότητας, λούζονται στον λυγμικό λυρισμό της λαλέουσας μουσικής που απλώνει η Μαριέττα Φαφούτη, στήθος και κοιλιά λικνίζονται ηδονικά, παραδομένα στην άχραντη απόλαυση, λιώνοντας μες στην άδολη χαρά, και αίφνης ένα τριαντάφυλλο βαθυκόκκινο ανθίζει μες στην πανδαισία του γλαυκού και τη λυτρωτική ροή των υδάτων. Τρεις στιγμές τέχνης υψηλής, και μονάχα με μια τέτοια τέχνη είναι εφικτό να οδηγηθούμε ηδέως σε μιαν αναθεώρηση της αντίληψής μας για τον αυτοερωτισμό, να τον απαλλάξουμε από τα κάκαδα των χύδην ηλιθιοτήτων και βαναυσοτήτων, να νιώσουμε την ποίηση που τον περιβάλλει, να καταλάβουμε την ουσιώδη σημασία του, αυτήν της τερπνής ανακάλυψης του εύφορου δυναμικού μας για έρωτα και για αγάπη, για ίμερο και δοτικότητα, για γνώση πλήρη του εαυτού μας και για άφοβο άνοιγμα προς το αίνιγμα του άλλου.
Μόνο ο Διόνυσος βασιλεύει, μας θυμίζει με την τέχνη της η Λουκία Ρικάκη. Τα άλλα δεν είναι παρά μακιγιάζ. Και αξίζει να χαρούμε τη ζωή χωρίς ψιμύθια πια, με τα μάτια ανοιχτά, και με τις αισθήσεις πρόθυμες και έτοιμες να δεχτούν το δώρο του ρόδου που είναι αυτός που αγαπάμε και μας αγαπάει.
Τα χρώματα που επιλέγει η Ρικάκη να δεσπόσουν στις «Κατά μόνας ηδονές» είναι το κόκκινο, το χρυσό, και το γαλάζιο. Το κόκκινο των σεντονιών που φιλοξενούν την ηδονή και του τριαντάφυλλου που ανοίγει ευφρόσυνα, το χρυσό των φύλλων που χορεύουν στον άνεμο της ελευθερίας που χαρίζει η ηδονή, και το γαλάζιο των υδάτων του ερωτικού θάλπους.
Οι λέξεις της είναι αλιευμένες από τον Ευριπίδη, τον Δάντη, τον Χάβελοκ Έλις, τον Νοβάλις, τον Νίτσε, τον Ρουσσώ. Μέσα από τις λέξεις αυτές ο παράφορος διονυσιασμός σμίγει με το φλογερό, μα πάντα έλλογο, λειασμένο, βελούδινο πάθος του ρομαντισμού, πλέκοντας μαζί το εγκώμιο της ευδαιμονικής αυτονομίας, της νοσταλγίας της χαμένης αθωότητας, που καλό είναι να ανακαλυφθεί εκ νέου, και της ενάρετης αυτάρκειας που δωρίζει ο αυτοερωτισμός, που προσφέρουν οι συκοφαντημένες αλλά τόσο πολύτιμες στιγμές που στη διάρκειά τους, την παρατεταμένη νοερά για πάντα, τα δάχτυλα μιας γυναίκας ανακαλύπτουν τις πτυχές του σώματός της, ξετρυπώνουν τις φωλιές που περιθάλπουν τον έρωτα και την αγάπη.
Οι ήχοι είναι θελκτικές μελωδίες από το ούτι του Λιβανέζου Marcel Khalife, ελληνικά λαϊκά φερμένα από ένα ντουμανιασμένο καταγώγιο του Καναδά, και η ονειρική συνομιλία ενός πιάνου με ένα βιολί και ένα τσέλο που συνέθεσε η Μαριέττα Φαφούτη. Ενόσω ακούγεται το ούτι, τα δάχτυλα ψηλαφούν το στήθος και την κοιλιά, που γίνονται γη και βουνό μέσα από τη σκηνοθετική ματιά της Ρικάκη, γίνονται χθόνια επιθυμία και συνάμα όρος που ριγεί, καθώς μία χορογραφία βλεμμάτων έρχεται να μας θυμίσει την τυφλή και απόλυτη φύση των επιθυμιών, αυτή τη φύση που τόσο τείνουμε να λησμονούμε, να απωθούμε, να τσακίζουμε μες στο λαχάνιασμα όχι της ηδονής αλλά της αδυσώπητης εργασιακής καθημερινότητας. Μες στο ελληνικό καταγώγιο του Καναδά, και καθώς μες στους καπνούς οι άντρες μόνοι τους γλεντάνε και θρηνούν, και πάλι η Ρικάκη φροντίζει να άρει την καταφρόνια λέγοντάς μας περήφανα, και βέβαια αντιστικτικά, ότι ο αυτοερωτισμός εκπροσωπεί τον εκπολιτισμό στην υψηλότερη μορφή του, όντας το θεμέλιο των τεχνών και της δημιουργικότητας. «Χαστούκι στο κοινότοπο γούστο», αποκαλούσαν μία τέτοια τεχνική, μία τέτοια καλώς συγκερασμένη αντιπαράθεση, οι πρωτοπόροι φουτουριστές του ποιητή Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι ήδη στην αυγή του 20ού αιώνα.
Και μετά, στο τρίτο μέρος των «Κατά μόνας ηδονών», τα πάντα μοιάζουν να περιβάλλονται από το γαλάζιο της θάλασσας και της αθωότητας, λούζονται στον λυγμικό λυρισμό της λαλέουσας μουσικής που απλώνει η Μαριέττα Φαφούτη, στήθος και κοιλιά λικνίζονται ηδονικά, παραδομένα στην άχραντη απόλαυση, λιώνοντας μες στην άδολη χαρά, και αίφνης ένα τριαντάφυλλο βαθυκόκκινο ανθίζει μες στην πανδαισία του γλαυκού και τη λυτρωτική ροή των υδάτων. Τρεις στιγμές τέχνης υψηλής, και μονάχα με μια τέτοια τέχνη είναι εφικτό να οδηγηθούμε ηδέως σε μιαν αναθεώρηση της αντίληψής μας για τον αυτοερωτισμό, να τον απαλλάξουμε από τα κάκαδα των χύδην ηλιθιοτήτων και βαναυσοτήτων, να νιώσουμε την ποίηση που τον περιβάλλει, να καταλάβουμε την ουσιώδη σημασία του, αυτήν της τερπνής ανακάλυψης του εύφορου δυναμικού μας για έρωτα και για αγάπη, για ίμερο και δοτικότητα, για γνώση πλήρη του εαυτού μας και για άφοβο άνοιγμα προς το αίνιγμα του άλλου.
Μόνο ο Διόνυσος βασιλεύει, μας θυμίζει με την τέχνη της η Λουκία Ρικάκη. Τα άλλα δεν είναι παρά μακιγιάζ. Και αξίζει να χαρούμε τη ζωή χωρίς ψιμύθια πια, με τα μάτια ανοιχτά, και με τις αισθήσεις πρόθυμες και έτοιμες να δεχτούν το δώρο του ρόδου που είναι αυτός που αγαπάμε και μας αγαπάει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου