Αυτός ο Ξένος έρχεται ακάλεστος στο σπίτι μιας οικογένειας, την ώρα που πενθεί τον θάνατο αγαπημένου προσώπου. Η παρουσία του, στην αρχή, παραξενεύει κι ενοχλεί:
"Από πού έρχονταν αυτός ο Ξένος; Τι ζητούσε; Ο δρόμος του ερχόταν απ' το χτες ή απ' τ' αύριο; (...)".
Ομως η μορφή του είναι οικεία, και σ' αυτά που λέει αναγνωρίζουν πράγματα από τον δικό τους κόσμο, βιώματα από τη δική τους απλή ζωή, κουβέντες που έλεγαν και οι ίδιοι:
"(...) Στ' άλουστα μαλλιά του
ήταν στάχτες και σταγόνες δροσιάς - φανερό πως είχε οδοιπορήσει μες στη νύχτα
κι ίσως να 'χε περάσει απ' τη φωτιά, κάτω απ' τ' αποκαΐδια. Στη φωνή του αναγνωρίζαμε
το τρίξιμο της πόρτας όταν ανοίγουν να μας φέρουν ένα ζεστό,
όταν τα συνεργεία των ξυλουργών στη γειτονιά μας πλανίζουν μεγάλα σανίδια
για νέες οικοδομές, όταν στον ίσκιο της μάντρας, τα θερινά μεσημέρια,
συνάζονται μαστόροι και τεχνίτες, χειρώνακτες και θεληματάρηδες
και κουβεντιάζουν για το μεροκάματο (...)".
Ζωής αέναος κύκλος
Ετσι, γρήγορα, ο απλός, θερμός, βαθιά στοχαστικός λόγος του αγγίζει την οδύνη της στιγμής και την υπερβαίνει, τραβώντας την προσοχή τους στην αγαλλίαση της ζωής που συνεχίζεται, παρά τον θάνατο, γιατί το παρελθόν, που η μνήμη διατηρεί ζωντανό μέσα μας, εξακολουθεί να υπάρχει μέσα στο παρόν και στο μέλλον, που περιέχει ζωογόνα μέσα του και το παρελθόν και το παρόν. Τίποτα, λοιπόν, δε χάνεται με τον θάνατο, αφού υπάρχουν η μνήμη, τα ανθρώπινα έργα και τα πράγματα του κόσμου, γιατί:
"(...) Εκείνα που χάσαμε και χάνουμε, έλεγε,
εκείνα που έρχονται, προπάντων εκείνα που φτιάχνουμε,
είναι δικά μας, και μπορούμε να τα δώσουμε, - έτσι έλεγε, -
ακάλεστος, ξένος, απαράδεχτος,
κι ήταν τα λόγια του σα μια σειρά σταμνιά σε νησιώτικα παράθυρα
γερά, καλόκαρδα σταμνιά, ιδρωμένα,
θυμίζοντας το δροσερό νερό σε νεανικά στόματα
κι ας αρνιόμαστε το νερό και τη δίψα μας - θυμίζανε,
ή τις γλάστρες με τα βασιλικά, τα γεράνια, την αρμπαρόριζα,
την ώρα που βραδιάζει και γυρίζουν τα ζώα απ' τη βοσκή
κι ο χρόνος είναι μαλακός κι απέραντος, διακεκομμένος μόνο απ' τα κουδούνια των προβάτων(...)
πιστοποιώντας την απεραντοσύνη σε κάθε κατεύθυνση(...)".
Αλλά αν δε χάνεται τίποτα με τον θάνατο, η στιγμή του θανάτου δεν είναι το τέλος της ζωής. Είναι το κέντρο ενός υπαρξιακού κύκλου, απ' όπου ο ποιητής, που κρύβεται πίσω από τον Ξένο, βλέπει, μέσα από την τέταρτη διάσταση της ποιητικής του όρασης, και δείχνει την απεραντοσύνη του κόσμου και του χρόνου, όπου δεν υπάρχει η αίσθηση του θανάτου, μέσα στον οποίο πορευόμαστε.
"Η στιγμή δεν ήταν πια ένα κλείσιμο
μα το κέντρο μιας έκτασης μ' άπειρη περιφέρεια
πέρα απ' τα βουνά και τον ορίζοντα, πίσω απ' το χτες και το αύριο, πέρα απ' το χρόνο, σ' όλο το χρόνο
τον πεθαμένο και τον αγέννητο, πάνω
απ' τον καπνό των βραδινών καπνοδόχων που μοσκοβολούσε ταπεινότητα,
καρτερία, μετριοπάθεια, πέρα,
πάνω απ' τους λύχνους που άναβαν πριν απ' τ' άστρα (...).
Ευτυχισμένα τ' άστρα, πράα, ευοίωνα,
δίχως καθόλου προαίσθημα θανάτου, δίχως καθόλου θάνατο".
Ποικιλόμορφο θαύμα
Μέσα από το διαχρονικό πρίσμα αυτής της μεταφυσικής όρασης, ο ποιητής παρατηρεί το απέραντο και ποικιλόμορφο θαύμα του κόσμου και της ζωής. Της ζωής της φύσης και της ζωής του ανθρώπου μέσα στη φύση, από τη γέννηση ως τον θάνατό του. Με ποιητικές εικόνες απαράμιλλες για την απλότητα, ομορφιά, φυσικότητα και αλήθεια τους, ανακαλεί νοσταλγικά και ξαναζεί, με τη μνήμη του, και καλεί κι εμάς με τη μνήμη μας ν' ανακαλούμε, να ξαναζούμε, να ξανακάνουμε δικά μας, την κάθε στιγμή της ζωής, όλα που ως τότε ζήσαμε, και όλους που ως τότε ζήσανε μαζί μας, σπάζοντας "την πολιορκία της στιγμής", του θανάτου, που μπορεί να αφανίζει τη φυσική ζωή του ανθρώπου, αλλά δεν μπορεί να την αφανίσει στη μνήμη των ζωντανών και δεν εμποδίζει το παρελθόν της ζωής να ζει ατελεύτητα στο διηνεκές παρόν.
Αν με τη μνήμη διαιωνίζεται η ζωή που χάθηκε στον παρελθόντα χρόνο, με τον έρωτα γεννιέται η ζωή που ανθίζει στον μέλλοντα χρόνο και γεμίζει το υπαρξιακό κενό που δημιουργείται από τη φθορά και τον θάνατο. Ετσι τίποτα δε χάνεται με "του κύκλου τα γυρίσματα π' ανεβοκατεβαίνου, /και του τροχού π' ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνου / με του καιρού τ' αλλάμματα, π' ανα-παημό δεν έχου, / μα στο καλό κι εις το κακό περιπατούν και τρέχου", όπως έγραφε, αιώνες πριν, ένας άλλος μεγάλος ποιητής, ο Βιτσέντζος Κορνάρος.
"Είναι πάντα μια γέννηση, - έλεγε ο Ξένος, -
κι ο θάνατος μια πρόσθεση, όχι αφαίρεση. Τίποτα δε χάνεται. Για τούτο οι άντρες
όταν νιώθουν το φόβο απ' τη δουλειά, απ' τη φθορά, απ' το κενό, απ' τις εφημερίδες,
απ' τη μνήμη των πολέμων, απ' το τρίξιμο στις κλειδώσεις των δαχτύλων τους
ή απ' την κραυγή του ήλιου που σφηνώνεται μέσα στα κόκαλά τους,
αρπάζουν τις γυναίκες όπως αρπάζουν τα κλαδιά ή τις ρίζες ενός δέντρου πάνω απ' το γκρεμό κι αιωρούνται κει πάνω σα να παλεύουν ή να παίζουν με το χάος".
Ετσι ανανεώνεται η ζωή, γεφυρώνεται το υπαρξιακό χάος, διαιωνίζεται η ανθρώπινη δημιουργία, ενώνονται η ζωή και η ποίηση:
"Κι είναι σαν μια έξοδος απ' το χρόνο, σαν καθήλωση του χρόνου, σαν κατάργησή τουαπ' την ταχύτητα της σκέψης και της μνήμης και του ονείρου
κι απ' την υπομονή της ανθρώπινης πράξης.
Είναι η ένωση, είπε,
του άντρα και της γυναίκας, της σιωπής και της φωνής, της ζωής και της ποίησης(...)".
"(...) Εκείνα που χάσαμε και χάνουμε, έλεγε,
εκείνα που έρχονται, προπάντων εκείνα που φτιάχνουμε,
είναι δικά μας, και μπορούμε να τα δώσουμε, - έτσι έλεγε, -
ακάλεστος, ξένος, απαράδεχτος,
κι ήταν τα λόγια του σα μια σειρά σταμνιά σε νησιώτικα παράθυρα
γερά, καλόκαρδα σταμνιά, ιδρωμένα,
θυμίζοντας το δροσερό νερό σε νεανικά στόματα
κι ας αρνιόμαστε το νερό και τη δίψα μας - θυμίζανε,
ή τις γλάστρες με τα βασιλικά, τα γεράνια, την αρμπαρόριζα,
την ώρα που βραδιάζει και γυρίζουν τα ζώα απ' τη βοσκή
κι ο χρόνος είναι μαλακός κι απέραντος, διακεκομμένος μόνο απ' τα κουδούνια των προβάτων(...)
πιστοποιώντας την απεραντοσύνη σε κάθε κατεύθυνση(...)".
Αλλά αν δε χάνεται τίποτα με τον θάνατο, η στιγμή του θανάτου δεν είναι το τέλος της ζωής. Είναι το κέντρο ενός υπαρξιακού κύκλου, απ' όπου ο ποιητής, που κρύβεται πίσω από τον Ξένο, βλέπει, μέσα από την τέταρτη διάσταση της ποιητικής του όρασης, και δείχνει την απεραντοσύνη του κόσμου και του χρόνου, όπου δεν υπάρχει η αίσθηση του θανάτου, μέσα στον οποίο πορευόμαστε.
"Η στιγμή δεν ήταν πια ένα κλείσιμο
μα το κέντρο μιας έκτασης μ' άπειρη περιφέρεια
πέρα απ' τα βουνά και τον ορίζοντα, πίσω απ' το χτες και το αύριο, πέρα απ' το χρόνο, σ' όλο το χρόνο
τον πεθαμένο και τον αγέννητο, πάνω
απ' τον καπνό των βραδινών καπνοδόχων που μοσκοβολούσε ταπεινότητα,
καρτερία, μετριοπάθεια, πέρα,
πάνω απ' τους λύχνους που άναβαν πριν απ' τ' άστρα (...).
Ευτυχισμένα τ' άστρα, πράα, ευοίωνα,
δίχως καθόλου προαίσθημα θανάτου, δίχως καθόλου θάνατο".
Ποικιλόμορφο θαύμα
Μέσα από το διαχρονικό πρίσμα αυτής της μεταφυσικής όρασης, ο ποιητής παρατηρεί το απέραντο και ποικιλόμορφο θαύμα του κόσμου και της ζωής. Της ζωής της φύσης και της ζωής του ανθρώπου μέσα στη φύση, από τη γέννηση ως τον θάνατό του. Με ποιητικές εικόνες απαράμιλλες για την απλότητα, ομορφιά, φυσικότητα και αλήθεια τους, ανακαλεί νοσταλγικά και ξαναζεί, με τη μνήμη του, και καλεί κι εμάς με τη μνήμη μας ν' ανακαλούμε, να ξαναζούμε, να ξανακάνουμε δικά μας, την κάθε στιγμή της ζωής, όλα που ως τότε ζήσαμε, και όλους που ως τότε ζήσανε μαζί μας, σπάζοντας "την πολιορκία της στιγμής", του θανάτου, που μπορεί να αφανίζει τη φυσική ζωή του ανθρώπου, αλλά δεν μπορεί να την αφανίσει στη μνήμη των ζωντανών και δεν εμποδίζει το παρελθόν της ζωής να ζει ατελεύτητα στο διηνεκές παρόν.
Αν με τη μνήμη διαιωνίζεται η ζωή που χάθηκε στον παρελθόντα χρόνο, με τον έρωτα γεννιέται η ζωή που ανθίζει στον μέλλοντα χρόνο και γεμίζει το υπαρξιακό κενό που δημιουργείται από τη φθορά και τον θάνατο. Ετσι τίποτα δε χάνεται με "του κύκλου τα γυρίσματα π' ανεβοκατεβαίνου, /και του τροχού π' ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνου / με του καιρού τ' αλλάμματα, π' ανα-παημό δεν έχου, / μα στο καλό κι εις το κακό περιπατούν και τρέχου", όπως έγραφε, αιώνες πριν, ένας άλλος μεγάλος ποιητής, ο Βιτσέντζος Κορνάρος.
"Είναι πάντα μια γέννηση, - έλεγε ο Ξένος, -
κι ο θάνατος μια πρόσθεση, όχι αφαίρεση. Τίποτα δε χάνεται. Για τούτο οι άντρες
όταν νιώθουν το φόβο απ' τη δουλειά, απ' τη φθορά, απ' το κενό, απ' τις εφημερίδες,
απ' τη μνήμη των πολέμων, απ' το τρίξιμο στις κλειδώσεις των δαχτύλων τους
ή απ' την κραυγή του ήλιου που σφηνώνεται μέσα στα κόκαλά τους,
αρπάζουν τις γυναίκες όπως αρπάζουν τα κλαδιά ή τις ρίζες ενός δέντρου πάνω απ' το γκρεμό κι αιωρούνται κει πάνω σα να παλεύουν ή να παίζουν με το χάος".
Ετσι ανανεώνεται η ζωή, γεφυρώνεται το υπαρξιακό χάος, διαιωνίζεται η ανθρώπινη δημιουργία, ενώνονται η ζωή και η ποίηση:
"Κι είναι σαν μια έξοδος απ' το χρόνο, σαν καθήλωση του χρόνου, σαν κατάργησή τουαπ' την ταχύτητα της σκέψης και της μνήμης και του ονείρου
κι απ' την υπομονή της ανθρώπινης πράξης.
Είναι η ένωση, είπε,
του άντρα και της γυναίκας, της σιωπής και της φωνής, της ζωής και της ποίησης(...)".
when the stranger arrives..a short film on the poem of Yiannis Ritsos from lucia rikaki on Vimeo.
and on http://tvxs.gr/node/50702Ιστορίας μνήμη
Η ένωση του άντρα και της γυναίκας, από την οποία βλασταίνουν οι καινούριες γενιές και διαιωνίζεται η ανθρώπινη ζωή, και η ένωση της ζωής με την ποίηση, που διατηρεί στη μνήμη τη ζωή των περασμένων γενεών, καταργεί τον χρόνο, καταλεί τον θάνατο, ανεβάζει, με τη μνήμη, τους νεκρούς από τον Κάτω Κόσμο και διαιωνίζεται η ιστορία:
"Τότε τα κόκαλα των Ελλήνων, των Ενετών, των Φράγκων, των Τούρκων, των Ελλήνων,
θαμμένα κάτω από ολόκληρα βουνά χρόνια και χώματα, αρθρώνονται
έξω από τις πρασινισμένες πανοπλίες τους, και τα σάπια τους ρούχα -
γυμνά σώματα, ευαίσθητα, ακέρια,
στέρεα κι ερωτικά, μέσα στην πρώτη γνωριμία των αισθήσεων,
όχι εχθρικά το 'να στ' άλλο, όχι αντίπαλα,
με μόνο τους όπλο την αρχαία επιθυμία τους, το αίμα μας, τη μνήμη μας. Τα
χέρια των αντρών φαρδαίνουν,
ο αντίχειρας γίνεται ένα μεγάλο γεφύρι πάνω απ' τους αιώνες,
τα βουνά είναι σα γόνιμα στήθια γυναίκας, λεία κι αγέρωχα,
ογκωμένα απ' το γάλα.
Και τα ιερά ανθρώπινα εργαλεία
κρέμονται στα καρφιά του σπιτιού ή στα εργαστήρια
ήσυχα, σοβαρά, ανεξίθρησκα,
σάμπως να μην υπήρξε χωρισμός και χάσμα κι απουσία και στέρηση".
Ετσι η ζωή συνεχίζεται αδιάκοπη, από το παρελθόν στο παρόν και από το παρόν στο μέλλον. Οι περασμένες γενιές ζούνε μέσα στις παρούσες, αφού τις κουβαλάνε με τη μνήμη μέσα τους, το ίδιο και κάθε μορφή περασμένης ή παρούσας ζωής, και όλα ανήκουν στον άνθρωπο, στο φωτεινό διάστημα της δικής του ζωής:
"Ολα δικά μας, - είπε ο Ξένος. - Ολα του κόσμου τούτου -
και τους νεκρούς μας τους κουβαλάμε μέσα μας
χωρίς ο χώρος να στενεύει, χωρίς να βαραίνουμε -
συνεχίζουμε τη ζωή τους απ' τις βαθιές στοές και τις έρημες ρίζες,
τη δική τους ζωή, τη δική μας ακέρια μες στον ήλιο. (...)".
Οταν με τον έρωτα ανθίζει αδιάκοπα νέα ζωή, όταν στη μνήμη των ανθρώπων και στην ποίηση διατηρείται και διαιωνίζεται η ζωή που έχει πεθάνει, τότε δεν υπάρχει θάνατος. Ο φόβος του θανάτου καταργείται και ο άνθρωπος αισθάνεται πως είναι αιώνιος, πως στο φωτεινό διάστημα της δικής του ζωής ζει όλη τη ζωή, αυτή που υπήρχε πριν από χιλιάδες χρόνια κι αυτή που θα υπάρχει ύστερα από χιλιάδες χρόνια, πως το φωτεινό αυτό διάστημα της ανθρώπινης ζωής εμπεριέχει όλο τον χρόνο και όλο το φως του κόσμου, πως ο χρόνος και ο ήλιος έχουν, για τον κάθε άνθρωπο, την ίδια ηλικία με τη δική του, αφού γι' αυτόν ο ήλιος και ο χρόνος υπάρχουν όσο ζει ο ίδιος, και στη διάρκεια της δικής του ζωής εμπεριέχεται και ολοκληρώνεται ο θαυμαστός, ο ανεπανάληπτος και αιώνια επαναλαμβανόμενος υπαρξιακός κύκλος που καταλεί τον θάνατο και διαιωνίζει τη ζωή:
"Σας έλεγα, λοιπόν, πως δεν υπάρχει ο θάνατος, - τελείωσε ο Ξένος
ήμερα, απλά, τόσο που εμείς χαμογελάσαμε χωρίς δισταγμό,
δε φοβηθήκαμε τους σκεπασμένους καθρέφτες. Ενας τρίγωνος ήλιος στον απέναντι τοίχο
είχε επιμηκυνθεί, φωτιζόταν ολόκληρο το βορινό δωμάτιο
από μια μόνιμη αντανάκλαση. Μας πήρε το άρωμα
από βουνά καρπών που ξεφόρτωναν στα μανάβικα.
Ακούσαμε τους χτύπους στο γειτονικό σιδεράδικο και τα τραμ που έστριβαν δίπλα στα κρεοπωλεία.(...)
Πελώρια αυτοκίνητα τρέχαν στους ηλιόλουστους δρόμους
σα μυστικά, ολοπόρφυρα βουνά.
Σηκωθήκαμε,
ξεσκεπάσαμε τους καθρέφτες, κοιταχτήκαμε,
κι ήμασταν νέοι πριν από χιλιάδες χρόνια, νέοι
ύστερ' από χιλιάδες χρόνια, γιατί ο χρόνος κι ο ήλιος
έχουν την ίδια ηλικία - την ηλικία μας,
κι αυτό το φως δεν ήτανε καθόλου αντικατοπτρισμός
μα το δικό μας φως φιλτραρισμένο μέσα απ' όλους τους θανάτους".
Πολυόμματος ποιητής
Με την τέταρτη διάσταση της ποιητικής του όρασης, ο πολυόμματος ποιητής βλέπει τον άνθρωπο και τον εαυτό του να βρίσκεται σ' έναν ταυτόχρονα ορισμένο και αόριστο χρόνο, σ' ένα ταυτόχρονα κινητό και ακίνητο κέντρο και να περιβάλλεται από έναν απέραντο και άχρονο κύκλο του τίποτα κι από έναν πεπερασμένο κύκλο ιστορικής αιωνιότητας. Για να γνωρίσει τον εαυτό του και τον κόσμο, πρέπει να δει, ταυτόχρονα, από τον εαυτό του προς τα έξω, προς την άκρη του κύκλου, που είναι η άβυσσος της ανυπαρξίας, και από την άκρη του κύκλου προς τον εαυτό του, που αποτελεί το πεπερασμένο κέντρο της αέναης ύπαρξης. Ετσι μόνο θα δει στον μικρόκοσμο του εαυτού του να εμπεριέχεται ο μακρόκοσμος του σύμπαντος, στον παρόντα χρόνο να εμπεριέχεται η αιωνιότητα, και στην ιστορία να εμπεριέχονται η προϊστορία και η μεθιστορία. Κι έτσι μόνο θα φτάσει σ' αυτή την υπαρξιακή διαφάνεια της τέταρτης διάστασης, μέσ' απ' την οποία θα δει και θα κατανοήσει τη ζωή και το θάνατο, τη δημιουργία και τη φθορά, την α-σκοπιμότητα της κοσμικής δημιουργίας, και τη σκοπιμότητα των ανθρώπινων έργων.
Στο "Οταν έρχεται ο Ξένος", ο Ρίτσος προσεγγίζει με τον πιο απλό, οικείο και κατανοητό τρόπο τα μεγάλα υπαρξιακά θέματα. Το θάνατο, τον έρωτα, τη φθορά, τη δημιουργία, την υπαρξιακή συνέχεια του παρελθόντος μέσα στο παρόν και στο μέλλον με τη μνήμη, που με άλλο τρόπο, όχι τόσο απλό, οικείο και κατανοητό, πραγματεύεται ο Ελιοτ στα "Τέσσερα κουαρτέτα" του, έχοντας ως ποιητικό στόχο την απελευθέρωση του ανθρώπου από την υπαρξιακή αγωνία της φθοράς και του θανάτου.
Μέσα από το κέντρο αυτού του υπαρξιακού κύκλου, όπου βρέθηκε ο ίδιος, όπως κάθε άνθρωπος, στη διάρκεια της ζωής του είδε πολλές φορές την άβυσσο του θανάτου, και από την άκρη αυτής της αβύσσου είδε στον ίδιο του τον εαυτό το μέγα και πρώτο αγαθό της ζωής, που ανθίζει με τον έρωτα και διατηρείται στο χρόνο με τη μνήμη. Εχοντας ενεργή συμμετοχή στα κοινωνικά, ιστορικά και πολιτισμικά δρώμενα του καιρού του, μέσα από την πολυόμματη, τέταρτη διάσταση της ποιητικής του όρασης, είδε να εμπεριέχονται σ' αυτά τα δρώμενα ζωογόνες μνήμες του παρελθόντος και ζωοφόρες ελπίδες του μέλλοντος. Είδε, τέλος, και έδειξε πως μέσα στον κύκλο της δικής του ζωής, ο ποιητής, και κάθε άνθρωπος, ζει ουσιαστικά όλο το άχρονο κοσμικό μυστήριο της γέννησης, της φθοράς και του θανάτου, και όλη την ιστορία και προϊστορία του ανθρώπου. Κι έτσι έχει την ίδια ηλικία με τον ήλιο και τον χρόνο».
**Ο Χρίστος Αλεξίου είναι τέως καθηγητής της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιχαμ της Αγγλίας και διευθυντής του περιοδικού «Θέματα Λογοτεχνίας»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου