Τετάρτη 24 Μαρτίου 2010

Για να πετύχει το στόχο του ο δάσκαλος επέλεξε να δημιουργήσει εξ αρχής ένα κλίμα εμπιστοσύνης, αποδοχής, αναγνώρισης του άλλου ως ίσου και ελευθερίας


Η ταινια μου Ο ΑΛΛΟΣ προβαλλεται στις 26 Μαρτιου στο Λυκειο ΜενεμενηςΓια την ταινια ο ΑΛΛΟΣ Μεθοδολογία Παιδαγωγικής Έρευνας II (ποιοτική προσέγγιση)
Α’ Εξάμηνο Σπουδών Διδάσκουσα: Ελένη Χοντολίδου
Η ΕΘΝΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ
Βασιλική Δινάκη Αγγελική Κοντογιάννογλου Νίκος Κραγιόπουλος

“ΕΠΙ ΧΑΡΤΟΥ” ΕΘΝΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ

Η επί χάρτου εθνογραφική έρευνα που επιλέξαμε να κάνουμε στηρίχθηκε εξ ολοκλήρου στην ταινία της Λουκίας Ρικάκη «Ο άλλος», μια ταινία που πραγματεύεται τη συνύπαρξη Ελλήνων και Αλβανών τόσο στην ευρύτερη κοινωνία όσο και στο χώρο του σχολείου ειδικότερα. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στην κοινότητα Πατσίδερου, ένα ορεινό χωριό του Ηρακλείου Κρήτης κατά το σχολικό έτος 2002-2003. Η ιδιαιτερότητα της κοινότητας αυτής, που προκάλεσε και το ενδιαφέρον της εθνογραφικής μελέτης, ήταν η ύπαρξη του μοναδικού σχολείου σε όλη την Ελλάδα που είχε μόνο έναν Έλληνα μαθητή. Όλοι οι άλλοι -πέντε στο σύνολό τους- ήταν αλλοδαποί (Αλβανοί). Το σχολείο ήταν ένα μονοθέσιο δημοτικό. Επιλέξαμε την εθνογραφία ως τη μόνη ενδεδειγμένη μέθοδο έρευνας μιας κοινωνικής πραγματικότητας με πολλές ιδιαιτερότητες. Το ευαίσθητο θέμα της συνύπαρξης Ελλήνων και Αλβανών στον ίδιο κοινωνικό χώρο, η συμβίωσή τους και κυρίως η συνύπαρξη και η αριθμητική υπεροχή των δεύτερων στο σχολικό περιβάλλον ήταν κάτι που μπορούσε να μελετηθεί επαρκώς μόνο μέσα από την παρατήρηση της καθημερινής τους συναναστροφής και δραστηριότητας.
Προσεγγίσαμε το περιεχόμενο της ταινίας όχι ως θεατές αλλά ως εθνογράφοι ερευνητές, αναπτύσσοντας το ρόλο των πλήρως παρατηρητών εφόσον δεν εμπλεκόμαστε σε καμία σχέση με τα δρώντα πρόσωπα και μόνο παρατηρούμε τη σκηνή (Junker 1970: 36, Burgess 1982: 45-46, Hammersley και Atkinson 1983: 93 όπως αναφέρεται σε Πηγιάκη 1988: @). Για να είναι πλήρης η εθνογραφική προσέγγιση και κατανόηση της κοινωνικής σκηνής που μελετούμε θεωρήσαμε απαραίτητο να λάβουμε υπόψη μας και το περιεχόμενο των λόγων των δρώντων προσώπων, που περιγράφουν και αποκαλύπτουν τον τρόπο που τα ίδια τα πρόσωπα θεωρούν και αισθάνονται τα φαινόμενα, παρ’ όλο που αποτελούν απαντήσεις σε ερωτήσεις που δεν γνωρίζουμε και δεν τέθηκαν από εμάς.
Κατά τη διάρκεια της έρευνας παρατηρήθηκε ο ρόλος του δασκάλου μέσα στη σχολική τάξη, η σχέση του με τα παιδιά, η συμπεριφορά και ανταπόκριση των μαθητών, ο ρόλος και η στάση του οικογενειακού περιβάλλοντος του κάθε μαθητή καθώς και οι σχέσεις των μαθητών μεταξύ τους τόσο μέσα στο σχολικό περιβάλλον όσο και έξω από αυτό. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στις παιδαγωγικές επιλογές του δασκάλου ως του κυρίως καθοριστικού παράγοντα τόσο της διαμόρφωσης και ανάπτυξης θετικών σχέσεων μεταξύ των παιδιών όσο και της προώθησης της μάθησης συνολικά αλλά και εξατομικευμένα.
Ιδιαίτερα λάβαμε υπόψη μας τις απόψεις των δρώντων προσώπων όπως αυτές διατυπώθηκαν από τα ίδια τα άτομα, για να αποφύγουμε την υποκειμενική θεώρηση της πραγματικότητας, αλλά και για να δούμε τον τρόπο που τα ίδια τα πρόσωπα θεωρούν και αισθάνονται τα φαινόμενα και πως διαφοροποιούνται ανάμεσά τους (Πηγιάκη 1988). Οι συζητήσεις, τα αυθόρμητα λόγια, οι κρίσεις, οι αντιλήψεις και οι αναφορές για πρόσωπα, πράγματα και γεγονότα μπήκαν στο μικροσκόπιο της έρευνάς μας. Θεωρήσαμε ιδιαίτερα σημαντικό να συμπεριλάβουμε στο υλικό μας τα λεχθέντα στις συζητήσεις των δρώντων προσώπων καθώς περιέχουν πολύτιμες πληροφορίες για το πώς βλέπουν την εξεταζόμενη κοινωνική πραγματικότητα τα ίδια τα άτομα που τη βιώνουν, παρά το γεγονός ότι τα λεχθέντα αυτά αποτελούν προϊόν μιας άτυπης συνέντευξης της οποίας δεν είμαστε εμείς αυτοί που θέτουν τις ερωτήσεις και στην πραγματικότητα δε γνωρίζουμε αν και πως αυτές έχουν τεθεί.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της παρατήρησης του πεδίου και συλλογής του υλικού γινόταν παράλληλα η καταγραφή και επεξεργασία των εθνογραφικών δεδομένων και η πραγματιστική ανάλυση (substantive theory) (Glasser & Strauss όπως αναφέρεται σε Πηγιάκη 1988: @) και κατηγοριοποίησή τους σύμφωνα με τη μεθοδολογία της έρευνας (Πηγιάκη 1988). Ο χώρος και τα πρόσωπα
Η έρευνα διεξήχθη, όπως ήδη αναφέρθηκε, στην κοινότητα Πατσίδερου, έναν οικισμό του Δήμου Αρκαλοχωρίου του νομού Ηρακλείου Κρήτης, κατά το σχολικό έτος 2002-2003. Το δημοτικό σχολείο του χωριού πρωτολειτούργησε το 1873. Ήταν πάντα μονοθέσιο αλλά με πολλούς μαθητές και από τα γύρω χωριά, καθώς δεν υπήρχε άλλο. Ένας από τους χωριανούς λέει πως «το σχολείο λειτουργεί από την τουρκοκρατία και είναι αμαρτία να κλείσει τώρα». Τη σχολική χρονιά κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η έρευνα το σχολείο είχε έναν Έλληνα μαθητή, καθώς οι Έλληνες γονείς των άλλων παιδιών επέλεξαν να στέλνουν τα παιδιά τους σε πολυθέσια σχολεία άλλων χωριών, και πέντε Αλβανούς.
Ο δάσκαλος
Στο σχολείο δάσκαλος ήταν ο Γιάννης Φραγκιαδάκης ο οποίος καταγόταν από το χωριό. Ο ίδιος εξηγεί γιατί επέλεξε να παραμείνει στο σχολείο αυτό: «και πρακτικά με εξυπηρετούσε αφού και για κάποιους άλλους λόγους έπρεπε να μείνω εδώ, αλλά και από τη άλλη μου άρεσε, ήταν μια παραπάνω πρόκληση να ξαναγυρίσω στο σχολείο που ήμουνα εγώ ο ίδιος και να προσφέρω αυτό που έχω να προσφέρω στα συγκεκριμένα παιδιά». Είναι σημαντικό ότι κι ο ίδιος είναι από το χωριό. Είναι ένας απ’ αυτούς. Αλλά ταυτόχρονα είναι πιο μπροστά. Κι αυτό έρχεται να μοιραστεί ως δάσκαλος με τους παλιούς και νέους συντοπίτες του. . Ένας συγχωριανός του λέει πως «…ο δάσκαλος είναι χρυσό παιδί, νέος άνθρωπος, καλή οικογένεια…πολύ ..εξελιγμένο παιδί»
Κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, παρατηρώντας την προσπάθεια του δασκάλου, παρακολουθήσαμε πώς τα αλλοδαπά παιδιά εντάσσονται στην τοπική κοινωνία, αναπτύσσουν δεσμούς μεταξύ τους, ενώ παράλληλα μορφώνονται. Ο ίδιος πιστεύει στη δυνατότητα της εκπαίδευσης να γεφυρώσει την απόσταση ανάμεσα στο ντόπιο πληθυσμό και τους ξένους μετανάστες και να συμβάλει στην ομαλή ένταξή τους. Η άποψή του για τη σημασία του σχολείου και τη στάση του δασκάλου στο δύσκολο έργο της συνύπαρξης και συνδιδασκαλίας Ελλήνων και Αλβανών μαθητών είναι ξεκάθαρη: «Το σχολείο είναι ο πρώτος χώρος υποδοχής των αλλοδαπών μαθητών και εκεί σιγά-σιγά πρέπει ανεπαίσθητα να γίνει η ένταξή τους, η κοινωνικοποίησή τους. Τώρα εμείς είχαμε και το άλλο θέμα ότι όλα τα παιδιά ήταν από την Αλβανία και ο δάσκαλος έπρεπε να εξηγεί ότι δεν έχουμε ένα σχολείο με 5-6 Αλβανούς αλλά με 5-6 μαθητές».

Οι μαθητές
Οι μαθητές που φοιτούσαν στο σχολείο ήταν συνολικά έξι. Ο Γιώργος οκτώ ετών, που είναι ο μόνος Έλληνας, ο Ervin (βαφτίστηκε Γιώργος) μεγαλύτερος σε ηλικία, o Αρμάντο, επίσης μεγαλύτερος σε ηλικία, ο Ανδρέας οκτώ ετών, η Άντζελα οκτώ ετών, και η Δέσποινα (που βαπτίστηκε έτσι, ενώ το αρχικό της όνομα ήταν Αννίτα) εννέα ετών. Ο Αρμάντο, ο Ανδρέας και η Άντζελα είναι αδέρφια. Αξιοσημείωτα είναι τα λόγια του Γιώργου, του Έλληνα μαθητή, όταν συστήνεται: «είμαι 8 χρονών, είμαι από την πατρίδα και όλοι είναι καλοί μου φίλοι». Φαίνεται πως έχει ξεκαθαρίσει στο μυαλό του τη διαφορετικότητά του έναντι των «άλλων» και ίσως γι’ αυτό νιώθει την ανάγκη να αναφέρει την καταγωγή του. Τα υπόλοιπα παιδιά συστήνονται και ονοματίζουν τους καλύτερους φίλους τους. Όλοι λένε: "μένω στον Πατσίδερο" μα κανείς δε λέει: «είμαι από την Αλβανία».

Ο ιερέας
Ένα πρόσωπο που βοηθά τις προσπάθειες του δασκάλου είναι ο ιερέας του χωριού, ο παπα-Μανώλης. Ο ίδιος ήταν δάσκαλος επί δεκατέσσερα χρόνια και λέει πως επιδίωξε να έρθουν τα παιδιά των Αλβανών στο σχολείο "δεν ήρθαν μόλις ήρθαν στο χωριό." Σχολιάζοντας τη στάση κάποιων συγχωριανών του, εκφράζει τη δική του άποψη ξεκάθαρα εναντίον των προκαταλήψεων, του κοινωνικού αποκλεισμού, των ανισοτήτων και του ρατσισμού: "αν αντιδρούμε να έρθουν τα παιδιά στο σχολείο, όπως συμβαίνει σε άλλες κοινότητες, δημιουργούμε ρατσισμό". Ο λόγος του είναι γεμάτος αλτρουισμό αλλά και επίγνωση της νέας κοινωνικής πραγματικότητας που τη χαρακτηρίζει η πολυπολιτισμικότητα: "τα παιδιά είναι παιδιά και αύριο μεθαύριο θα είναι οι αυριανοί πολίτες της Ελλάδος". Άλλωστε και η χώρα μας έχει να καταδείξει ανάλογα παραδείγματα μετανάστευσης: "σκεφτείτε τους Έλληνες που πήγαν στη Γερμανία, την Αυστραλία ή την Αμερική" θυμίζει.

Η οικογένεια του Έλληνα μαθητή
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ξενοφοβίας, προκαταλήψεων και ρατσιστικής συμπεριφοράς είναι ο πατέρας του Γιώργου, του Έλληνα μαθητή, ο οποίος είναι ο μόνος γονιός στο χωριό που στέλνει το παιδί του στο σχολείο μαζί με τα παιδιά που κατάγονται από την Αλβανία, ενώ ταυτόχρονα χρησιμοποιεί όλα τα ρατσιστικά επιχειρήματα για τους ξένους. Νιώθει ιδιαίτερα περήφανος για το γιο του, καμαρώνει για το γεγονός ότι πηγαίνει στο σχολείο και όταν μιλάει γι’ αυτόν το βλέμμα του αστράφτει από περηφάνια: «ο γιος μου είναι καλός μαθητής, είναι και αντράκι και αισθηματίας. Έχει πολλά χαρίσματα». Πρέπει όμως ο Γιώργης να ασχοληθεί και με τα ζώα, γι’ αυτό συνεχίζει επαναπροσδιορίζοντας τις προτεραιότητες: «Εγώ τα γράμματα τα βάζω σε δεύτερη μοίρα…Ας γίνει καλός άνθρωπος, να' ναι καλός Έλληνας, καλός Χριστιανός, και τα γράμματα...τα μαθαίνει...». Όταν όμως έρχεται η ώρα να μιλήσει για τους Αλβανούς που ζουν και δουλεύουν στο χωριό, ο λόγος του είναι ακραίος και απόλυτος: «τους Αλβανούς…είναι κερατάδες, έπρεπε να τους σφάξουν όλους. Αλβανοί…..» είναι το παράδειγμα του ανθρώπου που απαιτεί την ενσωμάτωση του διαφορετικού, του «ξένου» στις κοινωνικές αξίες της χώρας υποδοχής. Λέει χαρακτηριστικά: «Σήμερα το 60% αυτών που γεννιούνται τώρα είναι Αλβανοί. Αυτοί μετά από λίγα χρόνια θα είναι τα αφεντικά και εμείς οι εργάτες. Δε γίνονται Έλληνες». Διαφωνεί με το δάσκαλο που λέει ότι εμείς δε θέλουμε να τους κάνουμε Έλληνες. «Και τι θα τους κάνουμε, ούτε χριστιανοί γίνονται, ούτε καλοί άνθρωποι γίνονται». Παραδέχεται ότι με τους Αλβανούς δεν έχουν προβλήματα, αλλά το αποδίδει στο ότι «…δεν τολμούν να κάνουν τίποτα γιατί ξέρουν ότι θα υπάρξει τιμωρία».

Οι οικογένειες των Αλβανών
Από την άλλη πλευρά βρίσκονται οι οικογένειες των Αλβανών μαθητών. Τρεις στο σύνολό τους, η κάθε μια με τις δικές της ιδιαιτερότητες, το δικό της τρόπο που αντιμετωπίζει τα πράγματα, τις δικές της προσδοκίες.
Η οικογένεια του Ervin, που βαφτίστηκε Γιώργος, ήταν από τις πρώτες οικογένειες Αλβανών που ήρθαν στο χωριό. Εκφράζουν τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν και τους λόγους που ήρθαν στην Ελλάδα: «ήρθαμε πιο πολύ για το σχολείο. Εκεί είχαμε πόλεμο και δεν μπορούσαν τα παιδιά…να μην υποφέρουν όπως εμείς». Η γλώσσα αποτελεί γι’ αυτούς ζήτημα πρωταρχικής σημασίας. Η μεγάλη αδερφή του Γιώργου δίνει τη δική της μαρτυρία για τη δυσκολία προσαρμογής στη νέα κατάσταση: «ένιωθα φόβο όταν ήρθαμε…τον πρώτο καιρό δεν έβγαινα από το σπίτι γιατί δεν ήξερα τη γλώσσα.» Ο παπα-Μανώλης τη βοήθησε και σε τρεις μήνες έμαθε τη γλώσσα. Τώρα πια μιλούν κυρίως τα ελληνικά, ακόμη και μεταξύ τους. Έχουν πάρει απόφαση να μείνουν στην Ελλάδα για πάντα. Επιθυμούν να είναι εντάξει και τυπικοί με τα χαρτιά τους παρά τα γραφειοκρατικά προβλήματα. Ο Γιώργος λέει πως εδώ είναι καλύτερα γιατί έχουν δουλειά και λεφτά. Πρόκειται για μια οικογένεια της οποίας τα μέλη ζώντας πολλά χρόνια στην Ελλάδα έχουν την τάση να ενσωματωθούν και να αποτελέσουν μέλη της ελληνικής κοινωνίας. Η χώρα καταγωγής μοιάζει γι’ αυτούς μακρινή και ξένη, λες και κάθε δεσμός μαζί της έχει αποκοπεί.
Η δεύτερη οικογένεια είναι του Αρμάντο, του Ανδρέα και της Άντζελας. Εδώ υπερισχύει η φυσιογνωμία του πατέρα ο οποίος επιμένει ιδιαίτερα στο θέμα της θρησκείας, αν και κατάγεται από πατέρα μουσουλμάνο και μητέρα καθολική και ο ίδιος δεν είχε μέχρι πρόσφατα προσδιορίσει τη θρησκευτική του ταυτότητα. «Εμείς θέλαμε να βαφτιστούμε», διευκρινίζουν. Τα παιδιά ξέρουν πια τη θρησκεία «…πάμε στην εκκλησία…, ο παπάς τραγουδάει…, κάνουμε το σταυρό μας…». Ο πατέρας κάνει πολλές δουλειές. Είναι ευχαριστημένος από τη συμπεριφορά των Ελλήνων. Κάποια στιγμή όμως θέλει να γυρίσει στην Αλβανία με τη γυναίκα του γιατί έχει εκεί τους γονείς του. Περιμένει να μεγαλώσει ο Αρμάντο, να μάθει μια τέχνη και να μπορεί να μεγαλώσει τα άλλα δυο. "θα δουλεύω μέρα και νύχτα για τα παιδιά μου για να ...διαβάζουνε, για να μη μείνουν κι αυτά σαν εμένα αγρότης...θέλω να είναι καλά παιδιά". Γι’ αυτόν η πατρίδα είναι η Αλβανία, ο τόπος όπου βρίσκονται οι ρίζες του. Ξέρει όμως ότι για τα παιδιά είναι καλύτερα να μείνουν στην Ελλάδα και έτσι σκέφτεται να φύγει πίσω χωρίς αυτά. Ο Αρμάντο θέλει να μείνει εδώ "…να πιάσω μια τέχνη και να ζήσω εδώ πέρα" Πήγε σχολείο στην Αλβανία μέχρι την 6η τάξη. "εδώ τα 'χεις όλα ό, τι θέλεις, ενώ στην Αλβανία είναι αλλιώς". Όσον αφορά τη γλώσσα τα πράγματα για τον πατέρα είναι ξεκάθαρα: «μιλάμε ελληνικά, αλλά πιο πολύ μιλάμε αλβανικά». Επιμένει στη διατήρηση της μητρικής γλώσσας ως στοιχείο ίσως της πολιτιστικής του κληρονομιάς που τον δένει με την πατρίδα του.
Τελευταία η οικογένεια της Δέσποινας και του αδερφού της του μικρού Ανδρέα, είναι από τους τελευταίους Αλβανούς που ήρθαν στο χωριό πριν πέντε χρόνια. Πρόκειται για ένα νέο ζευγάρι με όνειρα γι’ αυτούς και τα παιδιά τους και ελπίδα για το μέλλον. Μιλούν πολύ λίγα ελληνικά με μεγάλη δυσκολία και καταβάλλοντας ιδιαίτερη προσπάθεια. Είναι όμως αποφασισμένοι κι αυτοί να αγωνιστούν για να τα καταφέρουν να παραμείνουν στην Ελλάδα: «…εδώ θα κάτσουμε. Στην Αλβανία τι θα κάνουμε; Όπου θέλουν τα παιδιά…».



Η σχολική καθημερινότητα -η εκπαιδευτική μέθοδος
Η προσαρμογή της διδασκαλίας
Στο πλαίσιο του συγκεκριμένου σχολείου παρατηρήσαμε ότι ο δάσκαλος είχε έναν ιδιαίτερα δύσκολο και απαιτητικό ρόλο στον οποίο καλούνταν να ανταπεξέλθει. Έπρεπε όχι μόνο να ξεπεράσει το μεγάλο εμπόδιο της συνύπαρξης του Έλληνα και των Αλβανών μαθητών και της αριθμητικής υπεροχής των τελευταίων, αλλά καλούνταν να προσαρμόσει το περιεχόμενο και τη μέθοδο της διδασκαλίας του στα δεδομένα αυτά, προκειμένου να συμβάλλει στην ένταξη και κοινωνικοποίηση των Αλβανών μαθητών και κατ’ επέκταση στη συνολικότερη αποδοχή τους από τους ντόπιους.
Για να πετύχει το στόχο του ο δάσκαλος επέλεξε να δημιουργήσει εξ αρχής ένα κλίμα εμπιστοσύνης, αποδοχής, αναγνώρισης του άλλου ως ίσου και ελευθερίας έκφρασης. Τον παρακολουθήσαμε να συμμετέχει στο χιονοπόλεμο που έπαιζαν τα παιδιά στην αυλή του σχολείου και στη συνέχεια να τα οδηγεί γύρω από τη σόμπα που υπήρχε μέσα στην τάξη για να ζεστάνουν τα χέρια τους. Μετά από τις ξένοιαστες στιγμές παιχνιδιού θα ακολουθήσει το μάθημα της γεωγραφίας. Ο Ανδρέας ενθουσιασμένος λέει: «τη γη θα πάρει!!» Ο δάσκαλος παίρνει την υδρόγειο σφαίρα και μαζί με τα παιδιά αναζητούν την Ελλάδα. Σ’ αυτό το στάδιο συμμετέχουν τα τρία μικρότερα παιδιά της τάξης και αυτό εξηγείται από το ότι το σχολείο είναι μονοθέσιο και άρα πρέπει εντός της τάξης να γίνεται διαχωρισμός επιπέδων και ηλικιακών ομάδων. Παρατηρήσαμε πως υπήρχε συμμετοχή και των τριών παιδιών με ιδιαίτερο ενθουσιασμό και πως η αναζήτηση του τόπου διαμονής τους προκαλούσε το ενδιαφέρον. Αργότερα ο δάσκαλος έδειξε μια δική του φωτογραφία στα παιδιά όταν ο ίδιος ήταν μικρός. Δόθηκε με αυτόν τον τρόπο μια νέα αφορμή για συζήτηση γύρω από την προσωπική ζωή του δασκάλου. Έτσι τα παιδιά ένιωσαν πως είναι κι αυτός σαν τους ίδιους και όχι κάτι εξωπραγματικό, και μπορούν να αισθάνονται πιο κοντά του καθώς γνωρίζουν μέρος της προσωπικής του ζωής. Με τον τρόπο αυτό αναπτύσσεται ανάμεσά τους μια σχέση εμπιστοσύνης. Στο μάθημα της γεωγραφίας συμμετέχουν στη συνέχεια οι μεγαλύτεροι σε ηλικία μαθητές. Ο δάσκαλος δεν περιορίζεται στο μάθημα όπως αυτό προβλέπεται για τους Έλληνες μαθητές, αλλά το προσαρμόζει στα δεδομένα και τις απαιτήσεις της δικής του τάξης. Έτσι, ξεκινά τη συζήτηση θέτοντας στον Αρμάντο την ερώτηση «Τι σημαίνει η λέξη Αλβανία;». Το παιδί αρχικά έδειξε πως δεν ήξερε, αλλά όταν ο δάσκαλος είπε πως σημαίνει «η χώρα των αετών» το παιδί το επιβεβαίωσε: «α, ναι το ήξερα, αλλά δεν ήξερα να το πω στα ελληνικά.»

Νέες εκπαιδευτικές πρακτικές
Μια νέα εκπαιδευτική πρακτική που ακολουθήθηκε από το δάσκαλο ήταν η ανταλλαγή ρόλων ανάμεσα στον ίδιο και σε έναν από τους Αλβανούς μαθητές, τον Αρμάντο. Αρχικά ζήτησε από τους μαθητές να αναζητήσουν την Αλβανία στο χάρτη. Είναι αξιοσημείωτο ότι τα παιδιά έδειξαν αυθόρμητα την Κρήτη, κίνηση ενδεικτική της εξοικείωσής τους με τον τόπο διαμονής. Για κάποια από αυτά η Αλβανία είναι κάτι μακρινό και άγνωστο. Έπειτα, αφού τη βρήκαν με τη βοήθεια και καθοδήγηση του δασκάλου, τους ζητήθηκε να πουν πως είναι η σημαία της Αλβανίας, κάτι που οι Αλβανοί μαθητές γνώριζαν και απάντησαν. Αφού τέθηκε έτσι το πλαίσιο και το αντικείμενο που θα εξέταζαν, ο Αρμάντο σηκώθηκε στη θέση του δασκάλου, μετά από παρότρυνση του ίδιου, και ο δάσκαλος κάθισε στο θρανίο του μαθητή. Το παιδί είπε στη συνέχεια, έχοντας κάποιες σημειώσεις, όλα όσα ήξερε για τη χώρα του τα οποία αφορούσαν στη θρησκεία, τον πληθυσμό, τη σημαία την τοπογραφία, την πρωτεύουσα, την εξωτερική μετανάστευση. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν αναφέρεται για τον ιδιαίτερο τόπο καταγωγής του λέει: «εμείς είμαστε στην Κορυτσά…» και περιγράφει την ευρύτερη περιοχή δείχνοντας ότι τη γνωρίζει πολύ καλά. Λέει συγκεκριμένα: «εκεί που ζω εγώ έχει ψηλά βουνά και πολλά κεράσια». Πρέπει βέβαια να υπενθυμίσουμε ότι ο Αρμάντο πήγε σχολείο στην Αλβανία μέχρι την 6η τάξη, έχει δηλαδή μνήμες από την πατρίδα του. Η μέθοδος που χρησιμοποίησε εδώ ο δάσκαλος καλλιεργεί την πρωτοβουλία, την υπευθυνότητα αλλά και το συναίσθημα της ικανοποίησης από την πλευρά του μαθητή, ενώ παράλληλα θέτει τις βάσεις της ισότητας και της άκριτης αποδοχής του «άλλου». Οι Αλβανοί μαθητές οπωσδήποτε δε νιώθουν ξένοι ή έστω παραγκωνισμένοι μέσα στην τάξη του Γιάννη Φραγκιαδάκη.
Ο δάσκαλος από το θρανίο όπου κάθεται ρωτά το Γιώργο, τον Έλληνα μαθητή ποια είναι η πρωτεύουσα της Ελλάδας. Ο Γιώργος απαντά: «το Ηράκλειο» και σε επανάληψη της ερώτησης απαντά «η Κρήτη». Ο δάσκαλος διευκρινίζει για να βοηθήσει το μαθητή «η πιο μεγάλη πόλη της Ελλάδας» αλλά ο Γιώργος δεν ξέρει και σκύβει το κεφάλι. Απαντά σωστά ο Αρμάντο και ο δάσκαλος του ζητά να το πει ξανά ιδιαίτερα στο Γιώργο για να το μάθει και αστειευόμενος του λέει πως θα του το ρωτάει κάθε μέρα. Το χιούμορ, το αστείο, το χαμόγελο και η καλή διάθεση επιστρατεύονται για να αντιμετωπίσουν κάθε πρόβλημα. Έτσι οποιαδήποτε αμηχανία και δισταγμός χάνονται μέσα στο κλίμα του γέλιου που προκάλεσε στην προκειμένη περίπτωση το αστείο σχόλιο του δασκάλου.
Η θρησκεία
Καθώς ο ρόλος που καλούνταν να διαδραματίσει το σχολείο ήταν στην προκειμένη περίπτωση αυτός της ομαλής ένταξης και κοινωνικοποίησης των Αλβανών μαθητών, η διδασκαλία της θρησκείας, των εθίμων και των παραδόσεων κρίθηκε απαραίτητη. Άλλωστε για να ολοκληρώσουν την ένταξή τους οι συγκεκριμένοι Αλβανοί είχαν ήδη βαπτιστεί Χριστιανοί, και κάποιοι από αυτούς είχαν αλλάξει και το όνομά τους, όπως ο Γιώργος που λεγόταν Ervin και η Δέσποινα που λεγόταν Αννίτα και η οποία με χαμόγελο δήλωσε πως αυτό το όνομα της αρέσει περισσότερο από το άλλο που είχε στην Αλβανία. Ο παπα-Μανώλης αυτό το εξηγεί λέγοντας πως έτσι-με την αποδοχή του νέου ονόματος- επιβεβαιώνεται μέσα τους η αλλαγή. Πιστός στο ρόλο και το στόχο του ο δάσκαλος καθοδηγεί τα παιδιά μέσα από το παιχνίδι, τη δημιουργία και την εξερεύνηση στη γνώση και εμπέδωση της νέας θρησκείας. Στο σχολείο τα παιδιά ενόψει της γιορτής του Πάσχα βάφουν κόκκινα αβγά, φτιάχνουν χάρτινα καλαθάκια, μαθαίνουν ψαλμωδίες, ύμνους και θρησκευτικά (την ιστορία της Ανάστασης). Και βέβαια καθημερινά στο σχολείο κάνουν προσευχή.

Η γλώσσα
Ζήτημα μείζονος σημασίας αποτελεί σε ένα σχολείο σαν αυτό και το θέμα της γλώσσας. Τα παιδιά διδάσκονται μόνο την ελληνική εις βάρος της μητρικής τους η οποία μένει ακαλλιέργητη. Συνήθως οι γονείς μιλούν και τις δυο γλώσσες και έτσι τα παιδιά ζουν και μαθαίνουν σε δυο γλώσσες, κάτι βέβαια που τα ίδια δηλώνουν ότι τους αρέσει πολύ. Είναι όμως φανερό πως η μητρική σταδιακά μπαίνει στο περιθώριο. Χαρακτηριστική απόδειξη της παραπάνω θέσης αποτελεί το γεγονός ότι τα παιδιά που κατάγονται από την Αλβανία γνωρίζουν απέξω πολλές κρητικές μαντινάδες, ξέρουν να τις συνθέτουν μόνα τους δημιουργώντας αυτοσχέδιους στίχους και έχουν όλα την κρητική προφορά. Ο ρόλος του δασκάλου στο σημαντικό αυτό θέμα είναι πολύ περιορισμένος καθώς ο ίδιος δε γνωρίζει την αλβανική. Λέει χαρακτηριστικά ο παπα-Μανώλης: «Στο σχολείο μιλάν μόνο ελληνικά. Αν ο δάσκαλος ήξερε αλβανικά θα τους μιλούσε. Τώρα όμως…» Έχει μεγάλη σημασία να προσέξουμε τα λόγια του ιερέα ο οποίος αναγνωρίζει την αξία της γλώσσας για κάθε λαό και υποστηρίζει τη διατήρησή της ως πολιτιστικό αγαθό και κληρονομιά. Αναγνωρίζει πόσο σημαντικό είναι για το παιδί να του μιλήσεις στη γλώσσα του, πως έτσι έρχεσαι κοντά του και κερδίζεις την εμπιστοσύνη του. Και ο δάσκαλος το ξέρει αυτό γιατί παρατηρούμε ότι, όπου είναι εφικτό, προσπαθεί να χρησιμοποιήσει την αλβανική γλώσσα, έστω και μόνο ζητώντας από τα παιδιά να του πουν στα αλβανικά τον αντίστοιχο όρο μιας λέξης της ελληνικής.
Εκδρομή-παρατήρηση-γνώση
Η επιτόπια έρευνα και παρατήρηση θεωρήθηκε από το δάσκαλο ως μια εξίσου σημαντική μέθοδος προσέγγισης, κατάκτησης και εμπέδωσης της γνώσης. Τα παιδιά πραγματοποίησαν μαζί του έναν περίπατο στον οικισμό και τον περιβάλλοντα χώρο ξεκινώντας από μια επίσκεψη στο σιδηρουργείο του χωριού για να το δουν από κοντά. Πριν μπουν μέσα για την ξενάγηση ο δάσκαλος έκανε τη σύνδεση με τη λέξη «σίδερο» έτσι ώστε να κατανοηθεί από τους μαθητές η ετυμολογία του νέου όρου. Ακολούθησε ένας περίπατος στη φύση που συνδύασε την εκδρομή με τη διδασκαλία. Ήταν μια περιδιάβαση του τοπίου με γνώμονα την παρατήρηση, τη συζήτηση και την ερώτηση με στόχο την ανάκληση ήδη γνωστών αλλά και την απόκτηση νέων γνώσεων και πληροφοριών. Στην πορεία τους πέρασαν από ερείπια τειχών και κάστρων τα οποία τους έδειξε ο δάσκαλος και ύστερα τους ρώτησε γιατί ήταν ψηλά. Η απάντηση ήρθε αυθόρμητα και αβίαστα: «για να μην τους βλέπουν οι Τούρκοι». Τα παιδιά ένιωθαν ελεύθερα μέσα στη φύση και το περιβάλλον. Σε κάποιο σημείο είδαν πολλά μυρμήγκια. «Εμείς στην Αλβανία λέμε ότι γίνεται γάμος» λένε. Βλέπουν μια κότα σε κοτέτσι που ο Ανδρέας παρατηρεί πως είναι τεράστια. Ο δάσκαλος αρπάζει την ευκαιρία για νέα ερώτηση: «τι ζώο είναι η κότα;» «Άγριο» απαντά ο Ανδρέας. «άγριο ή κατοικίδιο;» επαναλαμβάνει. Τα παιδιά απαντούν όλα μαζί: «κατοικίδιο», «ντυμένο ή γυμνό;» συνεχίζει ο δάσκαλος; «Ντυμένο» απαντούν. Κάπως έτσι ανακαλούνται οι θεωρητικές γνώσεις συνδυάζοντας με την εικόνα. Όλοι μαζί περπατούν και μαζεύουν μαργαρίτες. Ανταμώνουν ένα γάιδαρο. «Ανδρέα ο γάιδαρος έχει μικρά ή μεγάλα αυτιά;» έρχεται νέα ερώτηση. «Μεγάλα σαν ιπποπόταμος» απαντά ο Ανδρέας. «Ο ιπποπόταμος δεν έχει μεγάλα αυτιά.» διορθώνει ο δάσκαλος και συνεχίζει «γιατί μεγάλα;» τα παιδιά αστειεύονται όλα μαζί: «για ν’ ακούει καλύτερα!» Ακολούθησε ξενάγηση στο ερείπιο όπου ήταν το παλιό σχολείο, ένα κτίριο χτισμένο από το 1697. «Ο μπαμπάς μου, ο νονός σου Γιώργο και άλλοι, εδώ ερχόταν σχολείο» τους λέει ο δάσκαλος, βοηθώντας τους έτσι να κατανοήσουν το πόσο παλιό ήταν αλλά και συνάμα πόσο δικό τους και κοντά στην πραγματικότητά τους. Αποφάσισαν να κάνουν στάση για φαγητό στο χώρο αυτό. Τα παιδιά αμέσως ανέλαβαν πρωτοβουλίες και υποχρεώσεις (μοίρασμα ποτηριών, πιάτων κλπ.). Ο δάσκαλος συνεχώς αστειευόταν με τα παιδιά: «τελείωσε η πορτοκαλάδα, δεν έχει για σένα Ανδρέα». Έτσι τα παιδιά νιώθουν φιλικά και άνετα με το δάσκαλό τους. Καθώς πίνουν πορτοκαλάδα τους ρωτά: «τι θα πούμε;» «εις υγείαν» απαντούν. Και αμέσως μετά συνεχίζει: «Αρμάντο, στα αλβανικά πως θα το λέγαμε;» και όλα μαζί με πολλή προθυμία απαντούν. Έκαναν στεφάνια από μαργαρίτες, έβγαλαν φωτογραφίες και συνέχισαν τον περίπατο. Κάποιος ανέφερε τη λέξη «λύκος». Ο δάσκαλος αμέσως ρωτά: «έχουμε εμείς εδώ λύκους;» και απαντά ο ίδιος διακρίνοντας ένα μικρό δισταγμό: «όχι». Κάποιο παιδί τότε λέει: «στην Αλβανία έχουμε». Παρακάτω βλέπουν το φυτό «δάφνη». «Ποιανού Θεού ήταν το ιερό φυτό;» ρωτά ο δάσκαλος. «Κύριε», πετάγεται αμέσως ο μεγάλος Γιώργος, «του Διόνυσου». «Όχι, του Διόνυσου ήταν ποιο;….», « ποιανού ήταν; Του Από…» και τα παιδιά απαντούν μ’ ένα στόμα θριαμβευτικά: «του Απόλλωνα!». Μέσα από ερωτήσεις ανακάλεσαν την ιστορία της Δάφνης που προφανώς είχαν διδαχθεί στο σχολείο παλαιότερα. Μοιράστηκαν φύλλα δάφνης δείχνοντας μεγάλη επιθυμία να πάρουν όλοι. «Παιδιά, Γιώργο να το καταστρέψουμε;» αιφνιδίασε ο δάσκαλος με μια νέα ερώτηση δείχνοντας το δέντρο. «Όχι, δεν μπορούμε» απάντησε ο Γιώργος. «Δεν μπορούμε;» ρωτά με απορία ο δάσκαλος. «Εννοώ δεν πρέπει, είναι όμορφο και πολύτιμο για τη ζωή» διευκρίνισε το παιδί. Μέσα από την ερώτηση ενεργοποιήθηκε άμεσα η αντίδραση και η κριτική σκέψη. Σειρά είχε μια πηγή με ένα μικρό ποταμάκι όπου είδαν ένα βάτραχο. «Τι είναι, πτηνό ερπετό, αμφίβιο…» τέθηκε ο προβληματισμός από το δάσκαλο. «Αμφίβιο». «Γιατί το χρώμα του είναι καφέ-πρασινωπό, Γιώργο ;» «Για να μην τον δούνε.» «Γιατί, τι αλλάζει;»… Συνάντησαν μέσα στο χωριό τρεις κατσίκες «τι μας δίνει η κατσίκα;» ρώτησε ο δάσκαλος. «Χαρά» απάντησε ο Ανδρέας. «Ναι, και τι άλλο μας δίνει;» «Γαλατάκι» απάντησαν όλα μαζί.
Επιστρέψαμε στην αυλή του σχολείου όπου ο Ανδρέας προσπαθούσε να διαβάσει ένα από τα πιο γνωστά παραδοσιακά ελληνικά ποιήματα ενώ οι άλλοι τον ενοχλούσαν με αποτέλεσμα να οδηγηθούν στον καβγά. Μας έκανε εντύπωση ότι τα παιδιά ακολουθούσαν την προαναφερθείσα τακτική της γλώσσας στους χώρους που κινούνταν, δηλαδή στο σχολείο διαβάζουν ελληνικά παραδοσιακά ποιήματα, ενώ στο οικογενειακό περιβάλλον παίζουν αλβανικά παιχνίδια και τραγουδούν αλβανικά τραγουδάκια. Την ίδια στιγμή ο Γιώργος σκούπιζε την αυλή, χαρακτηριστική ένδειξη ότι νιώθει το χώρο πολύ οικείο.
Η μουσική
Μέσα στην τάξη ο δάσκαλος τους έφερε να ακούσουν κλασική μουσική. Τα παιδιά έδειξαν να χαίρονται και να διασκεδάζουν κάνοντας τα μολύβια μπαγκέτες, χορεύοντας και αγκαλιάζοντας το ένα το άλλο. «Αρμάντο, τι σου θυμίζει;» ρώτησε ο δάσκαλος. «Κάτι τρομακτικό» απάντησε το παιδί. «Εσένα Δέσποινα;» ρώτησε πάλι. «Ότι γίνεται πόλεμος» ήταν η απάντηση. Η μουσική είναι μέσο διαπαιδαγώγησης και ο δάσκαλος φαίνεται πως το γνωρίζει πολύ καλά αυτό. Επιστρατεύει λοιπόν κάθε δυνατό τρόπο για να μιλήσει στην ψυχή αυτών των παιδιών και να ενεργοποιήσει τα συναισθήματά τους μέσα από μια γλώσσα αντιληπτή απ’ όλους, τη γλώσσα της μουσικής.
http://www.luciarikaki.gr/images/IMAGES_PAGES/dtheother_6.jpg
Ισότητα-δικαιοσύνη-ελευθερία-πόλεμος
Σε άλλο μάθημα ο δάσκαλος πέρασε σε πιο σύνθετες, πολύπλοκες και αφηρημένες έννοιες όπως η ισότητα, η δικαιοσύνη και η ελευθερία. Το μάθημα αφορούσε κυρίως τα μεγαλύτερα παιδιά, αλλά αυτό δεν εμπόδισε και τα μικρότερα να ακούσουν κάποια χρήσιμα πράγματα. Ο δάσκαλος φρόντισε για άλλη μια φορά να προσαρμόσει το μάθημα στα δεδομένα της τάξης. Ξεκίνησε δείχνοντας σε όλους φωτογραφίες με μωρά από τρεις διαφορετικές φυλές και τους το εξήγησε. Τους οδήγησε να διατυπώσουν παραδείγματα όπως ότι όλοι αρρωσταίνουν, πεινάνε, θέλουν να μάθουν γράμματα, και έτσι κατάλαβαν ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίδιοι και ίσοι. «Γιατί όμως ενώ όλοι οι άνθρωποι τα’ χουν ανάγκη, δεν τα’ χουν όλοι; Γιατί ενώ οι χώρες είναι πλούσιες οι άνθρωποι δεν τα’ χουν;» έθεσε τον προβληματισμό ο δάσκαλος. «Γιατί, αντί να κάνουν αυτά οι χώρες, δίνουν λεφτά για ν’ αγοράζουν όπλα και να κάνουν πόλεμο.» απάντησε ο Αρμάντο. Το θέμα του μαθήματος ήταν ο πόλεμος και τα παιδιά γνώριζαν ήδη τα χαρακτηριστικά του πολέμου και της ειρήνης. Ιδιαίτερη ευαισθησία έδειξαν στο θέμα των παιδιών που δεν μπορούν να παν στο σχολείο ή να παίξουν κατά τη διάρκεια του πολέμου και μόνο σκοτώνονται. Ο δάσκαλος τότε τους είπε ότι όλοι μαζί πρέπει να διαμαρτυρηθούμε για τον πόλεμο. Το αντιπολεμικό μήνυμα έγινε σαφές μέσα από τη σύγκριση των δεινών του πολέμου με τα αγαθά της ειρήνης και την προσέγγισή τους μέσα από τις εικόνες παιδιών που είναι πιο κοντά στην αντιληπτικότητα των μικρών μαθητών.

Η πατρίδα
Ο δάσκαλος ήθελε να μάθει στα παιδιά πως μπορούν να νιώθουν ελεύθερα όποια θέλουν για πατρίδα τους. Ο ίδιος πίστευε πως και οι δυο είναι πατρίδες τους. Κατά τη διάρκεια του μαθήματος μιλούσε παράλληλα και για τις δυο χώρες «Εθνικούς ήρωες είχαν και η Ελλάδα και η Αλβανία. Η Αλβανία ποιον είχε;» τα παιδιά γνώριζαν και απάντησαν χωρίς πολλή σκέψη.
Ενόψει του εορτασμού της 25ης Μαρτίου τα παιδιά έκαναν σχετικό μάθημα την παραμονή της εορτής σε μια σημαιοστολισμένη αίθουσα. «Τι γιορτάζουμε την 25η Μαρτίου;» Ο Αρμάντο απάντησε και ο μεγάλος Γιώργος συμπλήρωσε: «την επανάσταση του ’21». «Ενάντια σε ποιους;» «Στους Τούρκους». «Κάποιοι, Γιώργο, θυσιάστηκαν. Για ποιους;» «Για να είμαστε ελεύθεροι»… «Κάθε κράτος λοιπόν οπωσδήποτε έχει τη σημαία του…» συνέχισε ο δάσκαλος, αλλά ο Γιώργος, ο Έλληνας μαθητής, τον διέκοψε: «Ποιος θα κρατήσει τη σημαία;» Ο δάσκαλος χαμογέλασε και επανέλαβε σαν να μονολογούσε την ερώτηση. Τα παιδιά σχολίαζαν κάνοντας πλάκα. Ο Αρμάντο είπε ότι είναι πια δυνατός και μπορεί να την κρατήσει. Ο δάσκαλος τους είπε ότι θα το συζητήσουν. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να τονιστεί πως ο δάσκαλος δεν αποφασίζει μόνος, αλλά συζητά με τα παιδιά, εξηγεί τα προβλήματα και τα εμπόδια και καταλήγουν σε μια κοινά αποδεκτή λύση, καλλιεργώντας έτσι τις έννοιες του διαλόγου και της δημοκρατίας. Η τελική απόφαση ήταν να την κρατήσει ο Γιώργος ως ο μοναδικός Έλληνας για να μη δημιουργηθούν προβλήματα από την κοινωνία του χωριού. Τα υπόλοιπα παιδιά ζήτησαν από το δάσκαλο να κρατούν μικρά σημαιάκια και αυτός το δέχτηκε, λέγοντας σχετικά με την απόφασή του: «για το θέμα της σημαίας το παιδί νιώθει εκείνη τη στιγμή ένα συναίσθημα ικανοποίησης, αυτό θέλαμε να κερδίσουμε. Αν δημιουργούσαμε μια δυσάρεστη κατάσταση θα χάναμε την ουσία των πραγμάτων και τη σημαία και τη γιορτή. Και επειδή ενσωματώθηκαν καλά στην κοινωνία του χωριού...η Αλβανία γι' αυτά τα παιδιά είναι πολλές φορές κάτι το μακρινό..» Διαφορετική ήταν η γνώμη του παπα-Μανώλη στο θέμα αυτό: «μπορεί η πολιτεία να δίνει το δικαίωμα στον αλλοδαπό να σηκώνει τη σημαία, αλλά εγώ δεν το νομίζω σωστό. Δε διαπραγματεύομαι ούτε τη σημαία της πατρίδας μου, ούτε την ίδια την πατρίδα μου». Η γιορτή τελικά πραγματοποιήθηκε με εκκλησιασμό και κατάθεση στεφάνων ενώ στο τέλος ακούστηκε ο Εθνικός Ύμνος από όλους τους μαθητές.

Η συγνώμη
Όλα τα παιδιά ήταν φίλοι και περνούσαν πολλές ώρες μαζί μέσα και έξω από το χώρο του σχολείου. Ο Γιώργος και ο Ανδρέας είχαν αναπτύξει μια πολύ καλή φιλία μεταξύ τους, αλλά κάποιες φορές μάλωναν. Ένας καβγάς τους αποτέλεσε για το δάσκαλο την αφορμή για να τους διδάξει την έννοια της συγνώμης. Βλέποντας το Γιώργο να κλαίει ρώτησε και έμαθε ότι τον είχε χτυπήσει ο Ανδρέας, τον οποίο προέτρεψε να ζητήσει συγνώμη από το φίλο του μπροστά στην τάξη. Διστακτικά εκείνος κατευθύνθηκε προς το Γιώργο ο οποίος με προτροπή του δασκάλου είχε απλώσει ήδη το χέρι για συμφιλίωση, αλλά ο Ανδρέας αρχικά δεν έδινε το δικό του και συνεχώς γελούσε, τελικά όμως υπέκυψε χάρη στην επιμονή του δασκάλου. Δόθηκε έτσι μια ευκαιρία να γίνει ένα μάθημα για τη συγνώμη και τη συγχώρεση. Ο δάσκαλος εκμεταλλεύεται κάθε ευκαιρία και μετατρέπει την απλή καθημερινότητα των παιδιών σε διδασκαλία και εμπειρική γνώση.

Η εργασία
Ο μεγάλος Γιώργος έπιασε δουλειά σε σουβλατζίδικο στο Ηράκλειο πριν τελειώσει το σχολείο και έφυγε. Πήγε όμως μια μέρα να τους δει και όλοι χάρηκαν και τον καλοδέχτηκαν. Παρατηρήσαμε ότι ο σχολικός χρόνος δεν ήταν τυπικός, ασφυκτικός και προγραμματισμένος, αλλά ελεύθερος κι ευέλικτος. Όλα μπορούσαν να μετατραπούν σε εμπειρία, πληροφορία και γνώση. Αφιερώθηκε όσος χρόνος χρειάστηκε να δουν το Γιώργο, να τους μιλήσει, να τον ακούσουν να τον ρωτήσουν και να μάθουν για τη νέα του ζωή: «τι κινητό έχεις;», «πόσα παίρνεις;», «σου φέρονται καλά;», «γιατί δεν ήρθες τόσο καιρό να μας δεις;» Όταν έφυγε έγινε συζήτηση στην τάξη για την αλλαγή του Γιώργου εξωτερικά αλλά και σε διάθεση και συμπεριφορά: «ψήλωσε» είπε ο Ανδρέας, «σοβάρεψε» είπε ο Αρμάντο. «Καλύτερα στο σουβλατζίδικο απ’ ό, τι εδώ;» ρώτησε ο δάσκαλος, «όχι» απάντησε ο Αρμάντο, «ναι» απάντησε ο Ανδρέας.

Η τελευταία μέρα
Η τελευταία μέρα του σχολείου δεν διέφερε από τις προηγούμενες. Υπήρχε η ίδια χαλαρή και φιλική διάθεση, το ίδιο χαμόγελο στα πρόσωπα όλων. Ο δάσκαλος με τον ίδιο ήρεμο τόνο στη φωνή παρότρυνε τα παιδιά να αποχαιρετίσουν τον Αρμάνδο, που θα πήγαινε στο Γυμνάσιο και ο οποίος ήταν συγκινημένος. Τα παιδιά έκαναν και ένα δώρο στο δάσκαλο για το οποίο αυτός τους ευχαρίστησε, αλλά και πάλι με τη γνωστή μέθοδό του τους έθεσε το ερώτημα: «τι θέλει πιο πολύ ο δάσκαλος;» Και πήρε τη σωστή απάντηση: «Να τον αγαπάνε!» Στη συνέχεια ευχήθηκε στον καθένα ξεχωριστά «καλό καλοκαίρι», έδωσε στα παιδιά τους ελέγχους τους και αυτά πιασμένα χέρι-χέρι έφυγαν από το σχολείο.
Ο παπα-Μανώλης εκφράζοντας τη δική του άποψη για το ρόλο της παιδείας στο θέμα της ένταξης των αλλοδαπών στην ελληνική κοινωνία διατυπώνει μια αιχμή για τις υπάρχουσες κοινωνικές δομές και την ανάγκη ανάληψης δράσης για τη δημιουργία μιας δικαιότερης κοινωνίας. Λέει χαρακτηριστικά: «Η εκπαίδευση κάνει άλματα. Μπροστά στην ένταξη των παιδιών όλη η κοινωνία έπρεπε να κάνει το ίδιο. Να βοηθήσει αυτό το δρόμο. Γιατί τότε δεν θα είχαμε τις περιθωριοποιήσεις...το ρατσισμό. Διαμορφώνεται μια νέα κοινωνία. Αυτά τα παιδιά μετά από 15 χρόνια θα τα δεις έξω, μέλη μιας κοινωνίας και ο ένας θα είναι δάσκαλος, γιατρός, καθηγητής...»

Συμπεράσματα-σχολιασμός
Η έρευνα που πραγματοποιήσαμε στην κοινότητα Πατσίδερου δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο μονοθέσιο Δημοτικό σχολείο του οικισμού, υπήρξε αποκαλυπτική κυρίως για το ρόλο της εκπαίδευσης, ο οποίος μπορεί να είναι καθοριστικός, στο μείζον για τη χώρα μας ζήτημα της ομαλής ένταξης των αλλοδαπών στην ελληνική κοινωνία, της αποδοχής τους και της ειρηνικής συνύπαρξης με το ντόπιο πληθυσμό.
Μέσα από προσέγγιση ενός πολύπλευρου φάσματος αξιών, θεσμών, καταστάσεων και εννοιών φωτίστηκαν και αναδύθηκαν οι ρόλοι, οι απόψεις και οι σχέσεις των δρώντων προσώπων τόσο μεταξύ τους, όσο και σε σχέση με το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο. Βασικές έννοιες όπως πατρίδα, θρησκεία, γλώσσα, μόρφωση, φιλία, οικογένεια, εργασία διαπέρασαν τα πρόσωπα, τις σχέσεις, τις απόψεις και τον τρόπο ζωής του κάθε ατόμου και αποκάλυψαν προβλήματα αλλά και τρόπους αντιμετώπισης αυτών μέσα από την παρατήρηση της στάσης κάποιων από τους μετέχοντες στην υπό μελέτη κοινωνική πραγματικότητα.
Καταλυτικός αποδείχθηκε σ’ αυτή την μικρή κοινότητα ο ρόλος ενός ανθρώπου πρωτοπόρου και αποδεκτού απ’ όλους, του δασκάλου. Ο δάσκαλος, χωρίς να αποκλίνει από τα πλαίσια των κανονισμών λειτουργίας του σχολείου, διαχειρίζεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη διαφορετικότητα των Αλβανών μαθητών και προσπαθεί να αξιοποιήσει όσο μπορεί το μορφωτικό κεφάλαιο που κατέχουν αυτά τα παιδιά. Ακολουθεί έτσι μια σειρά από πρακτικές που αφήνουν να φανούν τα οφέλη που μπορεί να έχει η κοινωνία από αυτή τη διαφορετικότητα. Γι’ αυτόν η παράλληλη εκπαίδευση Ελλήνων και Αλβανών αποτελεί το κύριο μέλημά του ως δραστηριότητα που διαπερνά το καθημερινό σχολικό πρόγραμμα. Πρόκειται για μια κοινωνική στάση του δασκάλου που αγωνίζεται να δημιουργήσει συνθήκες αλληλεπίδρασης, ανταλλαγής, επικοινωνίας, συνεργασίας, αλληλεγγύης, εμπιστοσύνης και αμοιβαίου σεβασμού, όχι μόνο μέσα στο σχολείο αλλά και έξω από αυτό.
Ο δάσκαλος εφαρμόζει ιδέες και πρακτικές που ενθαρρύνουν την ανακάλυψη των αμοιβαίων σχέσεων για υπέρβαση των εμποδίων και διαφορών. Καθοδηγεί τα παιδιά σε δραστηριότητες για τον πόλεμο, την ειρήνη, τα δικαιώματα και τις ανάγκες των παιδιών, την έννοια της πατρίδας, προσπαθώντας να καλλιεργήσει την αλληλεγγύη και το σεβασμό στα παιδιά. Όλοι διδάσκονται ισότιμα, μιλούν ακόμη και για τη χώρα από την οποία κατάγονται και για την οποία ξέρουν πολύ λίγα, πηγαίνουν εκπαιδευτικό περίπατο στην εξοχή, ακούνε κλασική μουσική, γιορτάζουν τις απόκριες, και όλ’ αυτά ταυτόχρονα με την κοινωνική ένταξη και εκπαίδευσή τους. Η ισότιμη διδασκαλία και η τήρηση των ισορροπιών εξασφαλίζει την αρμονική συνύπαρξη και την ομαλή διαβίωση ανάμεσα στους Έλληνες και Αλβανούς κατοίκους του χωριού, τα προβλήματα όμως και οι συγκρούσεις δεν λείπουν.
http://www.luciarikaki.gr/images/IMAGES_PAGES/dtheother_2.jpg
Αρωγός στο έργο του δασκάλου παρουσιάζεται ο παπάς του χωριού ο οποίος πραγματικά βοηθάει και αποδέχεται τα παιδιά, με την επιθυμία να βαφτιστούν χριστιανοί - αλλά οπωσδήποτε να μην κρατούν τα εθνικά σύμβολα στις παρελάσεις. Σε αντίθεση με τον δάσκαλο έχει πολύ συγκεκριμένα όρια αλλά συμβάλλει με τη στάση, τη δράση και τις απόψεις του στην προαγωγή και προάσπιση της παράλληλης και ομαλής συνύπαρξης των δυο πολιτισμών.
Η ύπαρξη απόψεων όπως αυτές του κατά τα άλλα προοδευτικού ιερέα για τη σημαία, οι απόψεις του πατέρα του Έλληνα μαθητή, του Γιώργου, ακόμη και η ίδια η οργάνωση της σχολικής γιορτής της εθνικής επετείου επιβεβαιώνουν την ύπαρξη και διαιώνιση δυσκολιών οι οποίες εμποδίζουν την υπέρβαση των προβλημάτων που εντοπίστηκαν μέσα από την έρευνά μας, όπως είναι οι προκαταλήψεις, ο ρατσισμός, η ξενοφοβία, η φτώχεια, οι κοινωνικές ανισότητες, ο κοινωνικός αποκλεισμός, οι δυσκολίες διατήρησης της μητρικής γλώσσας, η μετανάστευση, και τέλος βέβαια το μεγάλο θέμα της ένταξης και κοινωνικοποίησης.
Η κυριότερη διαπίστωση στην οποία θα μπορούσε να καταλήξει η έρευνα αυτή μέσα από τις παραπάνω ερμηνείες, που αποτέλεσαν μια απόπειρα κατανόησης της συγκεκριμένης κοινωνικής πραγματικότητας, συνοψίζεται στα σχόλια του ιερέα, ότι δηλαδή η εκπαίδευση απέδειξε πως μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στην αντιμετώπιση του προβλήματος, αλλά δεν μπορεί να το πράξει από μόνη της, και όσο υπάρχουν άλλες κοινωνικές δομές και θεσμοί που αντιστρατεύονται στο έργο της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: